μεῖραξ: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεῖραξ''': -ᾰκος, ἡ, [[κοράσιον]], [[νεᾶνις]], ([[μειράκιον]], [[μειρακίσκος]], [[μειρακύλλιον]], ἐπὶ ἀρρένων, Φρύν. 212, Ἀμμών., κλ.), Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9, Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 410, Πλ. 1071, 1079, Ἐκκλ. 611, 696, 1138, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 3· μείρακες κεῖται (ὡς θηλ. [[πάλιν]]) ἐπὶ ἀνδρῶν ἢ νέων, [[γυναικώδης]], [[κίναιδος]], Κρατῖν. ἐν «Δραπέτ.» 6, Λουκ. ἐν Ψευδοσοφ. ἢ Σολοικιστ. 5· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ [[μειράκιον]], «παλληκαράκι», Λοβ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Πρβλ. Σανσκρ. maryak-as (homuncio), ἐκ τοῦ maryas (homo, adolescens).) | |lstext='''μεῖραξ''': -ᾰκος, ἡ, [[κοράσιον]], [[νεᾶνις]], ([[μειράκιον]], [[μειρακίσκος]], [[μειρακύλλιον]], ἐπὶ ἀρρένων, Φρύν. 212, Ἀμμών., κλ.), Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9, Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 410, Πλ. 1071, 1079, Ἐκκλ. 611, 696, 1138, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 3· μείρακες κεῖται (ὡς θηλ. [[πάλιν]]) ἐπὶ ἀνδρῶν ἢ νέων, [[γυναικώδης]], [[κίναιδος]], Κρατῖν. ἐν «Δραπέτ.» 6, Λουκ. ἐν Ψευδοσοφ. ἢ Σολοικιστ. 5· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ [[μειράκιον]], «παλληκαράκι», Λοβ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Πρβλ. Σανσκρ. maryak-as (homuncio), ἐκ τοῦ maryas (homo, adolescens).) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />jeune garçon, jeune fille.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> marjakas « petit homme », de marjas « jeune homme ». | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ᾰκος, ἡ,
A young girl, lass (cf. Phryn.187), Cratin.301, Ar. Th.410, Ec.611, Pl.1071, 1079, Xenarch.4.3, Men.Pk.14: used as fem. of men, qui muliebria patiuntur, Cratin.55, Luc.Sol.5: in later writers masc., boy, lad, Herod.Med. in Rh.Mus.58.109, Aret.SD 1.13, Hld.4.19. (Cf. Skt. maryakás 'manikin', máryas 'young man'.)
German (Pape)
[Seite 116] ακος, ὁ u. ἡ (vgl. εἴρην?), Knabe, Mädchen, nach den Atticisten nur von Mädchen zu sagen, μειράκιον von Knaben, vgl. Phryn. 212 u. Lob. dazu; u. so braucht es Ar. Ran. 410 u. öfter, u. a. Comic., die auch im obscönen Sinne den, qui muliebria patitur, ὁ μεῖραξ nennen, vgl. Lob. a. a. O.; auch Sp. von Mädchen, wie Luc. Asin. 52, vgl. Soloec. 5.
Greek (Liddell-Scott)
μεῖραξ: -ᾰκος, ἡ, κοράσιον, νεᾶνις, (μειράκιον, μειρακίσκος, μειρακύλλιον, ἐπὶ ἀρρένων, Φρύν. 212, Ἀμμών., κλ.), Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9, Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 410, Πλ. 1071, 1079, Ἐκκλ. 611, 696, 1138, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 3· μείρακες κεῖται (ὡς θηλ. πάλιν) ἐπὶ ἀνδρῶν ἢ νέων, γυναικώδης, κίναιδος, Κρατῖν. ἐν «Δραπέτ.» 6, Λουκ. ἐν Ψευδοσοφ. ἢ Σολοικιστ. 5· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ μειράκιον, «παλληκαράκι», Λοβ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Πρβλ. Σανσκρ. maryak-as (homuncio), ἐκ τοῦ maryas (homo, adolescens).)
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
jeune garçon, jeune fille.
Étymologie: cf. skr. marjakas « petit homme », de marjas « jeune homme ».