περιλάλητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(6_3)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιλάλητος''': [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται [[λόγος]], [[περιβόητος]], Ἡσύχ., ἐν λ. [[περιλεσχήνευτος]]· ὁ βασιλεὺς ὁ πᾶσι [[περιλάλητος]] Ὁλόβολος ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 5, σ. 162, Κ Μανασσ. Χρον. 2080, 5005, κλ.
|lstext='''περιλάλητος''': [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται [[λόγος]], [[περιβόητος]], Ἡσύχ., ἐν λ. [[περιλεσχήνευτος]]· ὁ βασιλεὺς ὁ πᾶσι [[περιλάλητος]] Ὁλόβολος ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 5, σ. 162, Κ Μανασσ. Χρον. 2080, 5005, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περιλάλητος]], -ον, ΝΜΑ [[περιλαλώ]]<br />αυτός για τον οποίο γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]], [[περιώνυμος]], [[ονομαστός]], [[ξακουστός]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλᾰλητος Medium diacritics: περιλάλητος Low diacritics: περιλάλητος Capitals: ΠΕΡΙΛΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: perilálētos Transliteration B: perilalētos Transliteration C: perilalitos Beta Code: perila/lhtos

English (LSJ)

ον,

   A much talked of, famous, of things and persons, Agath.2.15,4.26, Hsch.s.v.περιλεσχήνευτος.

German (Pape)

[Seite 581] beschwatzt, beredet, Ar. frg. bei D. L. 9, 18, nach Brunck's Aenderung.

Greek (Liddell-Scott)

περιλάλητος: [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται λόγος, περιβόητος, Ἡσύχ., ἐν λ. περιλεσχήνευτος· ὁ βασιλεὺς ὁ πᾶσι περιλάλητος Ὁλόβολος ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 5, σ. 162, Κ Μανασσ. Χρον. 2080, 5005, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / περιλάλητος, -ον, ΝΜΑ περιλαλώ
αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περιώνυμος, ονομαστός, ξακουστός.