ἀλφιτόχρως: Difference between revisions

big3_3
(6_23)
(big3_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλφῐτόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ κριθίνου ἀλεύρου, κεφαλὴ ἀλφ., πεπασμένη δι’ ἀλφίτων, «παχνισμένη», δηλ. φαιά, [[πολιά]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 453.
|lstext='''ἀλφῐτόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ κριθίνου ἀλεύρου, κεφαλὴ ἀλφ., πεπασμένη δι’ ἀλφίτων, «παχνισμένη», δηλ. φαιά, [[πολιά]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 453.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ωτος<br />adj. [[del color de la harina de cebada]] e.d. [[gris]], [[canosa]] κεφαλή Ar.<i>Fr</i>.533.
}}
}}