Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποκιστίς: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
(6_12)
(43)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκιστίς''': -ίδος, ἡ, παρασιτικόν τι φυτὸν φυόμενον ἐπὶ τῶν ῥιζῶν τοῦ κίστου, Cytinus hypocistis, ου ὁ ὀπὸς ἦν ἐν χρήσει ἐν τῇ ἰατρικῇ, Διοσκ. 1. 127, Γαλην˙ περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβεκ. Παθολ. 459.
|lstext='''ὑποκιστίς''': -ίδος, ἡ, παρασιτικόν τι φυτὸν φυόμενον ἐπὶ τῶν ῥιζῶν τοῦ κίστου, Cytinus hypocistis, ου ὁ ὀπὸς ἦν ἐν χρήσει ἐν τῇ ἰατρικῇ, Διοσκ. 1. 127, Γαλην˙ περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβεκ. Παθολ. 459.
}}
{{grml
|mltxt=και ὑποκισθίς, -[[ίδος]], και [[ὑπόκιστις]], -ίστιδος, ἡ, Α<br />[[παράσιτο]] [[φυτό]] που φύτρωνε στις ρίζες του κίστου και του οποίου ο [[χυμός]] χρησίμευε ως [[φάρμακο]], [[ὀρόβηθρον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κίστος]] / [[κίσθος]], [[είδος]] φυτού <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκιστίς Medium diacritics: ὑποκιστίς Low diacritics: υποκιστίς Capitals: ΥΠΟΚΙΣΤΙΣ
Transliteration A: hypokistís Transliteration B: hypokistis Transliteration C: ypokistis Beta Code: u(pokisti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A hypocist, Cytinus Hypocisthis, Dsc.1.97 (v.l. -κισθίς), cf. Plin.HN26.49, Sor.1.50, Gal.8.114, 12.27.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκιστίς: -ίδος, ἡ, παρασιτικόν τι φυτὸν φυόμενον ἐπὶ τῶν ῥιζῶν τοῦ κίστου, Cytinus hypocistis, ου ὁ ὀπὸς ἦν ἐν χρήσει ἐν τῇ ἰατρικῇ, Διοσκ. 1. 127, Γαλην˙ περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβεκ. Παθολ. 459.

Greek Monolingual

και ὑποκισθίς, -ίδος, και ὑπόκιστις, -ίστιδος, ἡ, Α
παράσιτο φυτό που φύτρωνε στις ρίζες του κίστου και του οποίου ο χυμός χρησίμευε ως φάρμακο, ὀρόβηθρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κίστος / κίσθος, είδος φυτού + κατάλ. -ίς, -ίδος].