ὑποκιστίς

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκιστίς Medium diacritics: ὑποκιστίς Low diacritics: υποκιστίς Capitals: ΥΠΟΚΙΣΤΙΣ
Transliteration A: hypokistís Transliteration B: hypokistis Transliteration C: ypokistis Beta Code: u(pokisti/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, hypocist, Cytinus Hypocisthis, Dsc.1.97 (v.l. ὑποκισθίς), cf. Plin.HN26.49, Sor.1.50, Gal.8.114, 12.27.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκιστίς: -ίδος, ἡ, παρασιτικόν τι φυτὸν φυόμενον ἐπὶ τῶν ῥιζῶν τοῦ κίστου, Cytinus hypocistis, ου ὁ ὀπὸς ἦν ἐν χρήσει ἐν τῇ ἰατρικῇ, Διοσκ. 1. 127, Γαλην˙ περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβεκ. Παθολ. 459.

Greek Monolingual

και ὑποκισθίς, -ίδος, και ὑπόκιστις, -ίστιδος, ἡ, Α
παράσιτο φυτό που φύτρωνε στις ρίζες του κίστου και του οποίου ο χυμός χρησίμευε ως φάρμακο, ὀρόβηθρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κίστος / κίσθος, είδος φυτού + κατάλ. -ίς, -ίδος].