Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐντύφω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντύφω''': ῡ: μέλλ. -θύψω, [[καπνίζω]] τι ὡς καπνίζουσι τοὺς σφῆκας, [[πνίγω]] διὰ τοῦ καπνοῦ, καὶ σὺ προσθεὶς Αἰσχίνην ἔντυφε τὸν Σελλαρτίου Ἀριστοφ. Σφ. 459. - Παθ., ὑποκαίομαι καπνίζων [[ἄνευ]] [[φλογός]], κρυφοκαίω, σπινθὴρ καὶ ὁ βραχύτατος ἐντυφόμενος, [[ὅταν]] καταπνευσθείς, ζωπυρηθῇ, μεγάλην ἐξάτπτει πυρὰν Φίλων 1. 455.
|lstext='''ἐντύφω''': ῡ: μέλλ. -θύψω, [[καπνίζω]] τι ὡς καπνίζουσι τοὺς σφῆκας, [[πνίγω]] διὰ τοῦ καπνοῦ, καὶ σὺ προσθεὶς Αἰσχίνην ἔντυφε τὸν Σελλαρτίου Ἀριστοφ. Σφ. 459. - Παθ., ὑποκαίομαι καπνίζων [[ἄνευ]] [[φλογός]], κρυφοκαίω, σπινθὴρ καὶ ὁ βραχύτατος ἐντυφόμενος, [[ὅταν]] καταπνευσθείς, ζωπυρηθῇ, μεγάλην ἐξάτπτει πυρὰν Φίλων 1. 455.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> enfumer;<br /><b>2</b> enflammer ; <i>Pass.</i> brûler dans, couver sous.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τύφω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντύφω Medium diacritics: ἐντύφω Low diacritics: εντύφω Capitals: ΕΝΤΥΦΩ
Transliteration A: entýphō Transliteration B: entyphō Transliteration C: entyfo Beta Code: e)ntu/fw

English (LSJ)

[ῡ], fut. -θύψω,

   A smoke as one does wasps, Ar.V.459:— Pass., smoulder, be on fire, Ph.1.455,al.    II ἐντεθυμμέναι ἄμπελοι frost-bitten, EM458.42.

German (Pape)

[Seite 859] darin schmauchen, glimmen lassen, übh. anzünden, Ar. Vesp. 459. – Pass., darin rauchen, glimmen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντύφω: ῡ: μέλλ. -θύψω, καπνίζω τι ὡς καπνίζουσι τοὺς σφῆκας, πνίγω διὰ τοῦ καπνοῦ, καὶ σὺ προσθεὶς Αἰσχίνην ἔντυφε τὸν Σελλαρτίου Ἀριστοφ. Σφ. 459. - Παθ., ὑποκαίομαι καπνίζων ἄνευ φλογός, κρυφοκαίω, σπινθὴρ καὶ ὁ βραχύτατος ἐντυφόμενος, ὅταν καταπνευσθείς, ζωπυρηθῇ, μεγάλην ἐξάτπτει πυρὰν Φίλων 1. 455.

French (Bailly abrégé)

1 enfumer;
2 enflammer ; Pass. brûler dans, couver sous.
Étymologie: ἐν, τύφω.