προοδεύω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προοδεύω''': προπορεύομαι, ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Λουκ. Ἑρμότ. 73· πῆ μὲν οὐραγῶν, πῆ δὲ προοδεύων Λέων Διάκ. σ. 22, 12. ― Παθ., μεταφορ., τὰ προωδευμένα, τὰ πράγματα ἃ ἔχομεν διέλθει, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 125Β.
|lstext='''προοδεύω''': προπορεύομαι, ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Λουκ. Ἑρμότ. 73· πῆ μὲν οὐραγῶν, πῆ δὲ προοδεύων Λέων Διάκ. σ. 22, 12. ― Παθ., μεταφορ., τὰ προωδευμένα, τὰ πράγματα ἃ ἔχομεν διέλθει, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 125Β.
}}
{{bailly
|btext=cheminer devant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁδεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προοδεύω Medium diacritics: προοδεύω Low diacritics: προοδεύω Capitals: ΠΡΟΟΔΕΥΩ
Transliteration A: proodeúō Transliteration B: proodeuō Transliteration C: proodeyo Beta Code: proodeu/w

English (LSJ)

   A walk first, App.BC4.43; travel before, Luc.Herm.73; emanate, prob. in Iamb.VP17.74; προοδεύει τι τῶν ἐντέρων the patient has a slight motion of the bowels, Paul.Aeg.3.71: metaph. in fut. Med., -εύσονται εἰς ἄπειρον will go on ad infinitum, Alex.Aphr. in Metaph.288.24.

German (Pape)

[Seite 737] voranreisen, Luc. Hermot. 73.

Greek (Liddell-Scott)

προοδεύω: προπορεύομαι, ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Λουκ. Ἑρμότ. 73· πῆ μὲν οὐραγῶν, πῆ δὲ προοδεύων Λέων Διάκ. σ. 22, 12. ― Παθ., μεταφορ., τὰ προωδευμένα, τὰ πράγματα ἃ ἔχομεν διέλθει, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 125Β.

French (Bailly abrégé)

cheminer devant.
Étymologie: πρό, ὁδεύω.