κοπιάτης: Difference between revisions

From LSJ

μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον → let nobody be afraid of death

Source
(6_4)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοπιάτης''': ᾱ, ου, ὁ, ὁ σκάπτων τάφους, [[νεκροθάπτης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 9227, Ἐπιφάν.
|lstext='''κοπιάτης''': ᾱ, ου, ὁ, ὁ σκάπτων τάφους, [[νεκροθάπτης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 9227, Ἐπιφάν.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοπιάτης]], ὁ (ΑM) [[κοπιώ]]<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] να σκάβει τάφους, [[νεκροθάφτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />εργατικό, φιλόπονο [[άτομο]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπιάτης Medium diacritics: κοπιάτης Low diacritics: κοπιάτης Capitals: ΚΟΠΙΑΤΗΣ
Transliteration A: kopiátēs Transliteration B: kopiatēs Transliteration C: kopiatis Beta Code: kopia/ths

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,

   A grave-digger, Cod.Theod. 13.1.1, 16.2.15, Just.Nov.59.2, Gloss.:—also κοπιᾶς, ᾶτος, ὁ, in dat. pl. κουπιᾶσιν (sic) BCH24.306 (Philippi).

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, der Todtengräber, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοπιάτης: ᾱ, ου, ὁ, ὁ σκάπτων τάφους, νεκροθάπτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 9227, Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

κοπιάτης, ὁ (ΑM) κοπιώ
αυτός που έχει ως επάγγελμα να σκάβει τάφους, νεκροθάφτης
αρχ.
εργατικό, φιλόπονο άτομο.