συμπαρομαρτέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπαρομαρτέω''': [[συμπαρέπομαι]], Ξεν. Κύρ. 1. 6. 24· ἐπὶ πραγμάτων, [[συνοδεύω]], συνακολουθῶ, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ [[κάλλος]] ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 17· [[φόβος]] σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 7, 7· ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 4. 4. | |lstext='''συμπαρομαρτέω''': [[συμπαρέπομαι]], Ξεν. Κύρ. 1. 6. 24· ἐπὶ πραγμάτων, [[συνοδεύω]], συνακολουθῶ, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ [[κάλλος]] ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 17· [[φόβος]] σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 7, 7· ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 4. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />accompagner <i>ou</i> escorter ensemble <i>ou</i> en même temps à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρομαρτέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
A = συμπαρέπομαι, X.Cyr.1.6.24, App.Ill.27; of things, accompany, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος X.Smp.4.17; φόβος σ. τινί Id.Cyr.8.7.7; ὀσμαί Id.Oec.4.21, Ael.VH3.1; of symptoms, Aret.SD2.1, Steph.in Gal.1.237D.
German (Pape)
[Seite 985] = συμπαρέπομαι; Xen. Cyr. 7, 5, 84; ἐπί τι, 1, 6, 24 u. Sp., wie Luc. Gall. 9.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρομαρτέω: συμπαρέπομαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6. 24· ἐπὶ πραγμάτων, συνοδεύω, συνακολουθῶ, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 17· φόβος σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 7, 7· ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 4. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accompagner ou escorter ensemble ou en même temps à côté de.
Étymologie: σύν, παρομαρτέω.