σχημάτιον: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχημάτιον''': [ᾰ], ὑποκορ. τοῦ [[σχῆμα]]· ἐν τῷ πληθ., σχήματα ὀρχήσεως, σχημάτια Λακωνικὰ Ἡρόδ. 6. 129· τρόποι ἢ σχήματα τοῦ λόγου, Λογγῖν. 17. 1. | |lstext='''σχημάτιον''': [ᾰ], ὑποκορ. τοῦ [[σχῆμα]]· ἐν τῷ πληθ., σχήματα ὀρχήσεως, σχημάτια Λακωνικὰ Ἡρόδ. 6. 129· τρόποι ἢ σχήματα τοῦ λόγου, Λογγῖν. 17. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />figure de danse.<br />'''Étymologie:''' [[σχῆμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of σχῆμα: in pl.,
A the figures of a dance, Λακωνικὰ σχημάτια Hdt.6.129; figures of speech, Longin.17.1.
German (Pape)
[Seite 1055] τό, dim. von σχῆμα, im plur. bes. Tänze, Tanzfiguren, Λακωνικά Her. 6, 129.
Greek (Liddell-Scott)
σχημάτιον: [ᾰ], ὑποκορ. τοῦ σχῆμα· ἐν τῷ πληθ., σχήματα ὀρχήσεως, σχημάτια Λακωνικὰ Ἡρόδ. 6. 129· τρόποι ἢ σχήματα τοῦ λόγου, Λογγῖν. 17. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
figure de danse.
Étymologie: σχῆμα.