σκελετεύω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκελετεύω''': [[σκέλλω]], [[Πολυδ]]. Β´, 194, Ζωναρ. ― Παθ., [[ξηραίνω]] ἢ [[φθείρω]] καὶ [[καταστρέφω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 677. ΙΙ. [[ξηραίνω]] ἢ ἁλατίζω [[κρέας]], Διοσκ. 2. 2· πλῆρες : σκελ. δι’ ἁλὸς ὁ αὐτ. 2. 27· [[ὡσαύτως]] [[ταριχεύω]] νεκρόν, Τέλης παρὰ Στοβ. 234. 11· καὶ παθ., βαλσαμώνομαι, Γαλην. | |lstext='''σκελετεύω''': [[σκέλλω]], [[Πολυδ]]. Β´, 194, Ζωναρ. ― Παθ., [[ξηραίνω]] ἢ [[φθείρω]] καὶ [[καταστρέφω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 677. ΙΙ. [[ξηραίνω]] ἢ ἁλατίζω [[κρέας]], Διοσκ. 2. 2· πλῆρες : σκελ. δι’ ἁλὸς ὁ αὐτ. 2. 27· [[ὡσαύτως]] [[ταριχεύω]] νεκρόν, Τέλης παρὰ Στοβ. 234. 11· καὶ παθ., βαλσαμώνομαι, Γαλην. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[σκελετός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
A = σκέλλω, Poll.2.194, Zonar.:—Pass., wither or waste away, Ar.Fr.851, Gal.6.126. II dry or salt flesh, Dsc.2.2 (Pass.); σ. δι' ἁλός ib.25 (Pass.); dry fruit, Gal.6.558; also, embalm a corpse, Telesp.31 H.
German (Pape)
[Seite 891] 1) trocken, mager, dürr machen, austrocknen, ausdörren, Sp., wie Schol. Od. 10, 463. – 2) Fleisch mit Salz einmachen, einpökeln, Diosc.; – auch einen Leichnam einbalsamiren oder zur Mumie machen, Teles Stob. flor. 40, 8.
Greek (Liddell-Scott)
σκελετεύω: σκέλλω, Πολυδ. Β´, 194, Ζωναρ. ― Παθ., ξηραίνω ἢ φθείρω καὶ καταστρέφω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 677. ΙΙ. ξηραίνω ἢ ἁλατίζω κρέας, Διοσκ. 2. 2· πλῆρες : σκελ. δι’ ἁλὸς ὁ αὐτ. 2. 27· ὡσαύτως ταριχεύω νεκρόν, Τέλης παρὰ Στοβ. 234. 11· καὶ παθ., βαλσαμώνομαι, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
dessécher.
Étymologie: σκελετός.