ἀμάρακον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
(6_3)
(big3_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμάρᾰκον''': [ᾰμᾰ], τό, καὶ ἀμάρᾰκος, ὁ, Λατ. amãracum, amaracus, πρῶτον παρὰ Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 2, [[ἔνθα]] τὸ γένος δὲν διακρίνεται· τὸ ἀρσ., Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β: ὁ Θεόφραστος ἔχει ἀμφοτέρους τοὺς τύπους· πρβλ. Ἱ. Φ. 6. 1, 1., 1. 9, 4: - ἀμάρατον, ἡμαρτ. γραφὴ ἀντὶ -ακον, Ἀνθ. Πλαν. 4. 188. - Τὸ παρ’ Ἕλλησι (Νικ. Θ. 575) πιθανῶς ἦτο βολβῶδες [[φυτόν]]: τὸ δὲ ξένον, καλούμενον Περσικὸν ἢ Αἰγυπτιακόν, ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν «μαντζουράναν», τὸ [[κυρίως]] [[σάμψυχον]], Διοσκ. 3. 47.
|lstext='''ἀμάρᾰκον''': [ᾰμᾰ], τό, καὶ ἀμάρᾰκος, ὁ, Λατ. amãracum, amaracus, πρῶτον παρὰ Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 2, [[ἔνθα]] τὸ γένος δὲν διακρίνεται· τὸ ἀρσ., Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β: ὁ Θεόφραστος ἔχει ἀμφοτέρους τοὺς τύπους· πρβλ. Ἱ. Φ. 6. 1, 1., 1. 9, 4: - ἀμάρατον, ἡμαρτ. γραφὴ ἀντὶ -ακον, Ἀνθ. Πλαν. 4. 188. - Τὸ παρ’ Ἕλλησι (Νικ. Θ. 575) πιθανῶς ἦτο βολβῶδες [[φυτόν]]: τὸ δὲ ξένον, καλούμενον Περσικὸν ἢ Αἰγυπτιακόν, ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν «μαντζουράναν», τὸ [[κυρίως]] [[σάμψυχον]], Διοσκ. 3. 47.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀμάρᾰκον) -ου, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀμάρᾰκος, ὁ Chaerem.14.16, Thphr.<i>HP</i> 6.1.1<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰμᾱ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>bot. [[mejorana]] o [[almoradux]], [[Origanum maiorana L.]], Hp.<i>Nat.Mul</i>.104, Pherecr.131.3, Chaerem.l.c., Thphr.<i>HP</i> 1.9.4, 6.1.1, 9.7.3, <i>CP</i> 1.4.1, Nic.<i>Th</i>.575, <i>AP</i> 4.1.41 (Mel.), 16.188 (Nic.), Artem.1.77, Dsc.3.39, Gal.11.823, Verg.<i>Aen</i>.1.693, Plin.<i>HN</i> 13.14, 21.37, 67.<br /><b class="num">2</b> [[perfume o ungüento de mejorana]] Plin.<i>HN</i> 21.163, Poll.6.104.<br /><b class="num">II</b> bot. [[matricaria]], [[Chrysanthemum parthenium Bemh.]], Plin.<i>HN</i> 21.176.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. rel. ai. <i>maruva(ka)</i>- siendo préstamo no ide. en ambas lenguas.
}}
}}

Revision as of 12:11, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμάρᾰκον Medium diacritics: ἀμάρακον Low diacritics: αμάρακον Capitals: ΑΜΑΡΑΚΟΝ
Transliteration A: amárakon Transliteration B: amarakon Transliteration C: amarakon Beta Code: a)ma/rakon

English (LSJ)

[ᾰμᾱ], τό, and ἀμάρᾰκος, ὁ,

   A marjoram, Origanum Majorana, Pherecr.131.3 (gender uncertain); masc. in Chaerem.14.16; Thphr. has both, HP6.1.1 (-ος), 1.9.4 (-ον), cf. Nic.Th.575, APl.4.188 (Nicias).    II = σάμψουχον, Dsc.3.39, Gal.11.823.

German (Pape)

[Seite 116] τό, und ἀμάρακος, ὁ, ein Zwiebelgewächs, Theophr.; Phereer. Ath. XV, 685 a. Man unterschied das griechische und ein ausländisches, das eigtl. σάμψυχον hieß, unser Majoran, Mel. 1, 41 (IV, 1); Philp. 1 (IV, 2); vgl. Nic. Th. 575.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάρᾰκον: [ᾰμᾰ], τό, καὶ ἀμάρᾰκος, ὁ, Λατ. amãracum, amaracus, πρῶτον παρὰ Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 2, ἔνθα τὸ γένος δὲν διακρίνεται· τὸ ἀρσ., Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β: ὁ Θεόφραστος ἔχει ἀμφοτέρους τοὺς τύπους· πρβλ. Ἱ. Φ. 6. 1, 1., 1. 9, 4: - ἀμάρατον, ἡμαρτ. γραφὴ ἀντὶ -ακον, Ἀνθ. Πλαν. 4. 188. - Τὸ παρ’ Ἕλλησι (Νικ. Θ. 575) πιθανῶς ἦτο βολβῶδες φυτόν: τὸ δὲ ξένον, καλούμενον Περσικὸν ἢ Αἰγυπτιακόν, ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν «μαντζουράναν», τὸ κυρίως σάμψυχον, Διοσκ. 3. 47.

Spanish (DGE)

(ἀμάρᾰκον) -ου, τό

• Alolema(s): tb. ἀμάρᾰκος, ὁ Chaerem.14.16, Thphr.HP 6.1.1

• Prosodia: [ᾰμᾱ-]
I 1bot. mejorana o almoradux, Origanum maiorana L., Hp.Nat.Mul.104, Pherecr.131.3, Chaerem.l.c., Thphr.HP 1.9.4, 6.1.1, 9.7.3, CP 1.4.1, Nic.Th.575, AP 4.1.41 (Mel.), 16.188 (Nic.), Artem.1.77, Dsc.3.39, Gal.11.823, Verg.Aen.1.693, Plin.HN 13.14, 21.37, 67.
2 perfume o ungüento de mejorana Plin.HN 21.163, Poll.6.104.
II bot. matricaria, Chrysanthemum parthenium Bemh., Plin.HN 21.176.

• Etimología: Prob. rel. ai. maruva(ka)- siendo préstamo no ide. en ambas lenguas.