Ὀλυμπιονίκης: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ὀλυμπῐονίκης''': [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, ᾱ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, [[συχν]]. παρὰ Πινδ.· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀνδοκ. 23. 27, Πλάτ. Πολ. 465D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 33. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Ὀλ. [[ὕμνος]], τεθμὸς Πινδ. 3. 4., 7. 162.
|lstext='''Ὀλυμπῐονίκης''': [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, ᾱ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, [[συχν]]. παρὰ Πινδ.· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀνδοκ. 23. 27, Πλάτ. Πολ. 465D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 33. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Ὀλ. [[ὕμνος]], τεθμὸς Πινδ. 3. 4., 7. 162.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />le vainqueur aux jeux olympiques.<br />'''Étymologie:''' [[Ὀλύμπια]], [[νικάω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀλυμπιονίκης Medium diacritics: Ὀλυμπιονίκης Low diacritics: Ολυμπιονίκης Capitals: ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ
Transliteration A: Olympioníkēs Transliteration B: Olympionikēs Transliteration C: Olympionikis Beta Code: *)olumpioni/khs

English (LSJ)

[ῑ], ου, Dor. Ὀλυμπιο-νίκας, ᾱ, ὁ,

   A conqueror in the Olympic games, Pi.O.6.4, al., Hdt.5.47,71, And.4.33, Pl.R.465d, Arist.Rh.1365a25.    II as Adj., Ὀ. ὕμνος, τεθμός, Pi.O.3.3,7.88.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλυμπῐονίκης: [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, ᾱ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, συχν. παρὰ Πινδ.· ὡσαύτως παρ’ Ἀνδοκ. 23. 27, Πλάτ. Πολ. 465D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 33. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Ὀλ. ὕμνος, τεθμὸς Πινδ. 3. 4., 7. 162.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le vainqueur aux jeux olympiques.
Étymologie: Ὀλύμπια, νικάω.