προπράτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
(6_3)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, = [[προπώλης]], Λυσί, παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 12· ― οὕτω, προπράτωρ, ορος, ὁ, ὁ τοῖς πιπράσκουσι προξενῶν, Ἰσαῖος παρὰ τῷ αὐτῷ Ζ΄, 11.
|lstext='''προπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, = [[προπώλης]], Λυσί, παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 12· ― οὕτω, προπράτωρ, ορος, ὁ, ὁ τοῖς πιπράσκουσι προξενῶν, Ἰσαῖος παρὰ τῷ αὐτῷ Ζ΄, 11.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[προπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πράτης]]].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπράτης Medium diacritics: προπράτης Low diacritics: προπράτης Capitals: ΠΡΟΠΡΑΤΗΣ
Transliteration A: proprátēs Transliteration B: propratēs Transliteration C: propratis Beta Code: propra/ths

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,

   A = προπώλης, Lys.Fr.329:—also προ-πράτωρ, ορος, ὁ, Is.Fr.168, Gloss.

German (Pape)

[Seite 741] ὁ, Vorläufer, wie προπώλης, Poll. 7, 12 aus Lys.

Greek (Liddell-Scott)

προπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = προπώλης, Λυσί, παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 12· ― οὕτω, προπράτωρ, ορος, ὁ, ὁ τοῖς πιπράσκουσι προξενῶν, Ἰσαῖος παρὰ τῷ αὐτῷ Ζ΄, 11.

Greek Monolingual

ὁ, Α
προπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πράτης].