πύλωμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πύλωμα''': [ῠ], τό, [[πύλη]], ὁ κατὰ τὴν πύλην [[τόπος]], [[εἴσοδος]]. Αἰσχύλ. Θήβ. 406, 799, Εὐρ. Ἱππ. 808, Φοίν. 1113, κτλ. | |lstext='''πύλωμα''': [ῠ], τό, [[πύλη]], ὁ κατὰ τὴν πύλην [[τόπος]], [[εἴσοδος]]. Αἰσχύλ. Θήβ. 406, 799, Εὐρ. Ἱππ. 808, Φοίν. 1113, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />porte.<br />'''Étymologie:''' [[πυλόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό,
A gateway, in pl., A.Th.408,799, E.Hipp.808, Ph.1113, etc.
German (Pape)
[Seite 817] τό, Verschluß durch Thore, Thor, Aesch. Spt. 390. 781, im plur., wie Eur. Phoen. 1120 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πύλωμα: [ῠ], τό, πύλη, ὁ κατὰ τὴν πύλην τόπος, εἴσοδος. Αἰσχύλ. Θήβ. 406, 799, Εὐρ. Ἱππ. 808, Φοίν. 1113, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
porte.
Étymologie: πυλόω.