τυμπανοτρίβης: Difference between revisions
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
(6_3) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυμπανοτρίβης''': [ῐ], -ου, ὁ, ὁ τὸ [[τύμπανον]] κρούων, τυμπανοκρούστης, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν Κορυβάντων κατὰ τὴν λατρείαν τῆς Κυβέλης, tympanotriba παρὰ Πλαύτῳ Truc. 2. 7, 49 [[μετὰ]] σημασίας ὀνειδιστικῆς, [[τρυφηλός]], [[θηλυδριώδης]], ἐκτεθηλυμμένος (περὶ τῶν ἱερέων τῆς Κυβέλης). | |lstext='''τυμπανοτρίβης''': [ῐ], -ου, ὁ, ὁ τὸ [[τύμπανον]] κρούων, τυμπανοκρούστης, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν Κορυβάντων κατὰ τὴν λατρείαν τῆς Κυβέλης, tympanotriba παρὰ Πλαύτῳ Truc. 2. 7, 49 [[μετὰ]] σημασίας ὀνειδιστικῆς, [[τρυφηλός]], [[θηλυδριώδης]], ἐκτεθηλυμμένος (περὶ τῶν ἱερέων τῆς Κυβέλης). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κρούει το [[τύμπανο]], [[τυμπανοκρούστης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για τους ευνούχους ιερείς της Κυβέλης) [[θηλυπρεπής]], [[κίναιδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμπανον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρίβης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>πρβλ.</b> <i>φαρμακο</i>-<i>τρίβης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ,
A drummer, esp. used of the Galli in the worship of Cybele, in Lat. form tympanotriba, Plaut.Truc.611.
Greek (Liddell-Scott)
τυμπανοτρίβης: [ῐ], -ου, ὁ, ὁ τὸ τύμπανον κρούων, τυμπανοκρούστης, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν Κορυβάντων κατὰ τὴν λατρείαν τῆς Κυβέλης, tympanotriba παρὰ Πλαύτῳ Truc. 2. 7, 49 μετὰ σημασίας ὀνειδιστικῆς, τρυφηλός, θηλυδριώδης, ἐκτεθηλυμμένος (περὶ τῶν ἱερέων τῆς Κυβέλης).
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που κρούει το τύμπανο, τυμπανοκρούστης
2. μτφ. (για τους ευνούχους ιερείς της Κυβέλης) θηλυπρεπής, κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -τρίβης (< τρίβω), πρβλ. φαρμακο-τρίβης].