μύκημα: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύκημα''': [ῡ], τό, [[μυκηθμός]], «μούγγρισμα», βοῶν μυκήματα Εὐρ. Βάκχ. 691, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 310, κτλ.· μ. λεαίνης Θεόκρ. 26. 21· ὁ [[κρότος]] τῆς βροντῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 1062· σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3, π. Κόσμ. 4, 32· ἐπὶ τῆς γῆς, Δίων Κ. 68. 24.
|lstext='''μύκημα''': [ῡ], τό, [[μυκηθμός]], «μούγγρισμα», βοῶν μυκήματα Εὐρ. Βάκχ. 691, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 310, κτλ.· μ. λεαίνης Θεόκρ. 26. 21· ὁ [[κρότος]] τῆς βροντῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 1062· σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3, π. Κόσμ. 4, 32· ἐπὶ τῆς γῆς, Δίων Κ. 68. 24.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mugissement.<br />'''Étymologie:''' [[μυκάομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡκημα Medium diacritics: μύκημα Low diacritics: μύκημα Capitals: ΜΥΚΗΜΑ
Transliteration A: mýkēma Transliteration B: mykēma Transliteration C: mykima Beta Code: mu/khma

English (LSJ)

ατος, τό, = foreg., βοῶν μυκήματα E.Ba.691, cf. Call.Del.310, A.R.1.1269, etc.;

   A μ. λεαίνας Theoc. 26.21; roar of thunder, A.Pr.1062 (anap.):—rare in Prose, of a vase, Arist.Pr.938a10; of the earth, Id.Mu.396a13, D.C.68.24; of winds in a cave, Corn.ND22.

German (Pape)

[Seite 216] τό, das Gebrüll; μυκήματα βοῶν, Eur. Bacch. 690; auch vom Donner, Aesch. Prom. 1064; sonst nur bei sp. D., wie Maneth. 5, 162, im plur.; auch Luc. Phalar. I, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μύκημα: [ῡ], τό, μυκηθμός, «μούγγρισμα», βοῶν μυκήματα Εὐρ. Βάκχ. 691, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 310, κτλ.· μ. λεαίνης Θεόκρ. 26. 21· ὁ κρότος τῆς βροντῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 1062· σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3, π. Κόσμ. 4, 32· ἐπὶ τῆς γῆς, Δίων Κ. 68. 24.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mugissement.
Étymologie: μυκάομαι.