σιδηροχίτων: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηροχίτων''': [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ σιδήρου, Νόνν. Διον. 31. 162. | |lstext='''σῐδηροχίτων''': [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ σιδήρου, Νόνν. Διον. 31. 162. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />αυτός που φοράει σιδερένιο χιτώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]], -<i>ῶνος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκο</i>-<i>χίτων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A with iron tunic, Nonn. D.31.162.
German (Pape)
[Seite 880] ωνος, mit eisernem Leibrock, Nonn. 31, 162 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ σιδήρου, Νόνν. Διον. 31. 162.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που φοράει σιδερένιο χιτώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. χαλκο-χίτων].