οὐαί: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐαί''': «φυλαί. Κύπριοι» Ἡσύχ.<br />[[ἐπιφώνημα]] ὀδύνης καὶ ὀργῆς, Λατιν. vae! ὡς καὶ νῦν, [[οὐαί]], ἀλλοίμονον! ἀπὸ τῶν Ἀλεξανδρίνων καὶ [[ἐφεξῆς]]· μετ᾿ ὀνομαστ., Ἑβδ.· [[μετὰ]] δοτικ., [[οὐαί]] μοι, [[οὐαί]] σοι, ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ, ― εἰς σέ! Ἑβδ., Καιν, Διαθ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 19, 1.
|lstext='''οὐαί''': «φυλαί. Κύπριοι» Ἡσύχ.<br />[[ἐπιφώνημα]] ὀδύνης καὶ ὀργῆς, Λατιν. vae! ὡς καὶ νῦν, [[οὐαί]], ἀλλοίμονον! ἀπὸ τῶν Ἀλεξανδρίνων καὶ [[ἐφεξῆς]]· μετ᾿ ὀνομαστ., Ἑβδ.· [[μετὰ]] δοτικ., [[οὐαί]] μοι, [[οὐαί]] σοι, ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ, ― εἰς σέ! Ἑβδ., Καιν, Διαθ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 19, 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>interj.</i><br />hélas !.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> vae.
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐαί Medium diacritics: οὐαί Low diacritics: ουαί Capitals: ΟΥΑΙ
Transliteration A: ouaí Transliteration B: ouai Transliteration C: ouai Beta Code: ou)ai/

English (LSJ)

exclam. of pain and anger,

   A ah! woe! c. nom., LXX Am.5.18, al.: c. voc., ib.3 Ki.13.30: c. dat., οὐαί μοι, οὐαί σοι, woe is me! woe to thee! ib.Nu.21.29, Arr.Epict.3.19.1, Mim.Oxy.413.184: c. acc., οὐαὶ οὐαὶ οὐαὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς Apoc.8.13.    II οὐαί· φυλαί (Cypr.), Hsch. (Cf. Dor. ὠβά.)

German (Pape)

[Seite 408] vae, weh! Ausruf des Schmerzes und des Unwillens, N. T.; οὐαί μοι, Arr. Epict. 3, 19.

Greek (Liddell-Scott)

οὐαί: «φυλαί. Κύπριοι» Ἡσύχ.
ἐπιφώνημα ὀδύνης καὶ ὀργῆς, Λατιν. vae! ὡς καὶ νῦν, οὐαί, ἀλλοίμονον! ἀπὸ τῶν Ἀλεξανδρίνων καὶ ἐφεξῆς· μετ᾿ ὀνομαστ., Ἑβδ.· μετὰ δοτικ., οὐαί μοι, οὐαί σοι, ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ, ― εἰς σέ! Ἑβδ., Καιν, Διαθ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 19, 1.

French (Bailly abrégé)

interj.
hélas !.
Étymologie: cf. lat. vae.