κασέλα: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6_3)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κασέλα''': «[[καθέδρα]]. Λάκωνες» Ἡσύχ.
|lstext='''κασέλα''': «[[καθέδρα]]. Λάκωνες» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=η (Μ [[κασέλα]])<br />[[κιβώτιο]] επίμηκες και βαθύ όπου φυλάγονται [[κυρίως]] τα είδη ρουχισμού, [[σεντούκι]], [[μπαούλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στα ελαιοτριβεία) [[δοχείο]] [[μέσα]] στο οποίο χύνεται από το [[πιεστήριο]] το [[λάδι]] ανάμικτο με [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> &GT; ιταλ. <i>cass</i>-<i>ela</i> (υποκορ. του <i>cassa</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κασέλα: «καθέδρα. Λάκωνες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η (Μ κασέλα)
κιβώτιο επίμηκες και βαθύ όπου φυλάγονται κυρίως τα είδη ρουχισμού, σεντούκι, μπαούλο
νεοελλ.
(στα ελαιοτριβεία) δοχείο μέσα στο οποίο χύνεται από το πιεστήριο το λάδι ανάμικτο με νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. > ιταλ. cass-ela (υποκορ. του cassa)].