Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρφηρός: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρφηρός''': -ά, -όν, ([[κάρφος]]) ἐκ ξηρῶν καρφῶν, εὐναῖαι καρφηραί, φωλεαὶ (πρβλ. [[καρφίτης]]), Εὐρ. Ἴων 172· ὁ Ἡσύχ. ἔχει: καρφυραὶ (ὡς οὐσιαστ.) καὶ ἑρμηνεύει: «νοσσιαί. θάμνοι», καὶ «[[καρφυραί]]· αἱ ἐκ ξηρῶν ξύλων γινόμεναι κοῖται. Εὐριπ. Ἴωνι».
|lstext='''καρφηρός''': -ά, -όν, ([[κάρφος]]) ἐκ ξηρῶν καρφῶν, εὐναῖαι καρφηραί, φωλεαὶ (πρβλ. [[καρφίτης]]), Εὐρ. Ἴων 172· ὁ Ἡσύχ. ἔχει: καρφυραὶ (ὡς οὐσιαστ.) καὶ ἑρμηνεύει: «νοσσιαί. θάμνοι», καὶ «[[καρφυραί]]· αἱ ἐκ ξηρῶν ξύλων γινόμεναι κοῖται. Εὐριπ. Ἴωνι».
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />fait de brins de paille, fait de menus morceaux de bois sec (nid).<br />'''Étymologie:''' [[κάρφος]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρφηρός Medium diacritics: καρφηρός Low diacritics: καρφηρός Capitals: ΚΑΡΦΗΡΟΣ
Transliteration A: karphērós Transliteration B: karphēros Transliteration C: karfiros Beta Code: karfhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (κάρφος)

   A of dry straw, εὐναῖαι καρφηραί nests, E.Ion172:—misquoted as καρφυραί, Hsch.; cf. καρπυραί.

German (Pape)

[Seite 1331] von dürren Aehren, Halmen; εὐναίας καρφηρὰς θήσων Eur. Ion 173, wo Hesych. καρφυράς las u. αἱ ἐκ τῶν ξηρῶν ξύλων γενόμεναι κοῖται erkl.

Greek (Liddell-Scott)

καρφηρός: -ά, -όν, (κάρφος) ἐκ ξηρῶν καρφῶν, εὐναῖαι καρφηραί, φωλεαὶ (πρβλ. καρφίτης), Εὐρ. Ἴων 172· ὁ Ἡσύχ. ἔχει: καρφυραὶ (ὡς οὐσιαστ.) καὶ ἑρμηνεύει: «νοσσιαί. θάμνοι», καὶ «καρφυραί· αἱ ἐκ ξηρῶν ξύλων γινόμεναι κοῖται. Εὐριπ. Ἴωνι».

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fait de brins de paille, fait de menus morceaux de bois sec (nid).
Étymologie: κάρφος.