ἁμαξιαῖος: Difference between revisions
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁμαξιαῖος''': -α, -ον, [[ἀρκούντως]] [[μέγας]] [[ὥστε]] νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, [[λίθος]] Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν [[ἅμαξα]], οὐκ [[ἄνθρωπος]] ἢ [[ὑποζύγιον]], Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32). | |lstext='''ἁμαξιαῖος''': -α, -ον, [[ἀρκούντως]] [[μέγας]] [[ὥστε]] νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, [[λίθος]] Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν [[ἅμαξα]], οὐκ [[ἄνθρωπος]] ἢ [[ὑποζύγιον]], Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />énorme, <i>litt.</i> qui ferait la charge d’un chariot.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμαξα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A large enough to load a wagon, λίθος X.HG2.4.27, Arist.Mir.838b1, D.55.20, Diph. 38, cf.IG22.463.45, Ἐφ.Ἀρχ. 1895.59: metaph., ἁ. ῥῆμα of big words, Com.Adesp.836; ἁ. χρήματα money in cart-loads, ib.835.
German (Pape)
[Seite 115] α, ον, so groß, daß zum Fortschaffen, in Wagen nöthig ist, λίθοι Xen. An. 4, 2, 3; Hell. 2, 4. 27; vgl. Diphil. Ath. IV, 165 f, γρήματα B. A. 24. ῥήματα Diogen. 3, 41, = μεγάλα κομπάσματα: γόγγροι Ath. VII. 288 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξιαῖος: -α, -ον, ἀρκούντως μέγας ὥστε νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, λίθος Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν ἅμαξα, οὐκ ἄνθρωπος ἢ ὑποζύγιον, Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
énorme, litt. qui ferait la charge d’un chariot.
Étymologie: ἅμαξα.