πενταπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πενταπλάσιος''': -α, -ον, Ἰων. -πλήσιος, η, ον, ὡς καὶ νῦν, [[πεντάκις]] μεγαλείτερος, Ἡρόδ. 6. 12, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 15· π. τινος, [[πεντάκις]] μεγαλείτερός τινος, [[αὐτόθι]] 2. 7, 4· Ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Γένεσ. ΜΓ΄, 34).
|lstext='''πενταπλάσιος''': -α, -ον, Ἰων. -πλήσιος, η, ον, ὡς καὶ νῦν, [[πεντάκις]] μεγαλείτερος, Ἡρόδ. 6. 12, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 15· π. τινος, [[πεντάκις]] μεγαλείτερός τινος, [[αὐτόθι]] 2. 7, 4· Ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Γένεσ. ΜΓ΄, 34).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />cinq fois aussi grand, quintuple.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], -πλασιος.
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενταπλᾰσιος Medium diacritics: πενταπλάσιος Low diacritics: πενταπλάσιος Capitals: ΠΕΝΤΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: pentaplásios Transliteration B: pentaplasios Transliteration C: pentaplasios Beta Code: pentapla/sios

English (LSJ)

α, ον, Ion. πεντα-πλήσιος, η, ον,

   A five-fold, Hdt.6.13, Arist. Pol.1265b22 ; π. τινός five times as large as... ib.1266b6 ; five times as much, Orib.Fr.99. Adv. -ως LXX Ge.43.34.

German (Pape)

[Seite 557] ion. -πλήσιος, Her. 6, 13, fünffach, Arist. pol. 2, 6 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πενταπλάσιος: -α, -ον, Ἰων. -πλήσιος, η, ον, ὡς καὶ νῦν, πεντάκις μεγαλείτερος, Ἡρόδ. 6. 12, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 15· π. τινος, πεντάκις μεγαλείτερός τινος, αὐτόθι 2. 7, 4· Ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Γένεσ. ΜΓ΄, 34).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
cinq fois aussi grand, quintuple.
Étymologie: πέντε, -πλασιος.