κῆχος: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(6_4) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῆχος''': ἄγνωστόν τι [[μόριον]] (Ἰωνικὸν καθ’ ἃ λέγεται, Ἀπολλ. π. Ἐπιρρ. 596F) ἐν χρήσει ἐν τῇ φράσει ποῖ [[κῆχος]],; [[ὅπερ]] Γραμμ. τινες ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ποῖ γῆς; «γιὰ ποῦ;», ἕτεροι διὰ τοῦ ποῖ δή; quo tandem? ὡς, ποῖ [[κῆχος]]; ― Ἀπόκρ. εὐθὺ Σικελίας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 527· ποῖ [[κῆχος]]; ― Ἀπόκρ. [[ἐγγὺς]] ἡμερῶν γε τεττάρων Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 33, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. | |lstext='''κῆχος''': ἄγνωστόν τι [[μόριον]] (Ἰωνικὸν καθ’ ἃ λέγεται, Ἀπολλ. π. Ἐπιρρ. 596F) ἐν χρήσει ἐν τῇ φράσει ποῖ [[κῆχος]],; [[ὅπερ]] Γραμμ. τινες ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ποῖ γῆς; «γιὰ ποῦ;», ἕτεροι διὰ τοῦ ποῖ δή; quo tandem? ὡς, ποῖ [[κῆχος]]; ― Ἀπόκρ. εὐθὺ Σικελίας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 527· ποῖ [[κῆχος]]; ― Ἀπόκρ. [[ἐγγὺς]] ἡμερῶν γε τεττάρων Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 33, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κῆχος]] και [[κῆγχος]] ή [[κηγχός]] (Α)<br />([[πάντοτε]] στη φρ.) «ποῑ [[κῆχος]];» — σε ποιό [[τόπο]]; πού γης; για πού; (α. «ποῑ [[κῆχος]];» - «[[εὐθύς]] Σικελίας», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ποῑ [[κῆχος]];» — «[[ἐγγύς]] ἡμερῶν γε τεσσάρων», Φερεκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
(also κῆγχος Hsch., κηγχός A.D.Adv.184.9), only in phrase ποῖ κ.; which some Gramm. expl. by ποῖ γῆς;
A whither away? some by ποῖ δή; say whither? as, ποῖ κ.; Answ. εὐθὺς Σικελίας Ar.Fr. 656; ποῖ κ.; Answ. ἐγγὺς ἡμερῶν γε τεττάρων Pherecr.165.
German (Pape)
[Seite 1436] s. κῆγχος.
Greek (Liddell-Scott)
κῆχος: ἄγνωστόν τι μόριον (Ἰωνικὸν καθ’ ἃ λέγεται, Ἀπολλ. π. Ἐπιρρ. 596F) ἐν χρήσει ἐν τῇ φράσει ποῖ κῆχος,; ὅπερ Γραμμ. τινες ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ποῖ γῆς; «γιὰ ποῦ;», ἕτεροι διὰ τοῦ ποῖ δή; quo tandem? ὡς, ποῖ κῆχος; ― Ἀπόκρ. εὐθὺ Σικελίας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 527· ποῖ κῆχος; ― Ἀπόκρ. ἐγγὺς ἡμερῶν γε τεττάρων Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 33, ἔνθα ἴδε Meineke.
Greek Monolingual
κῆχος και κῆγχος ή κηγχός (Α)
(πάντοτε στη φρ.) «ποῑ κῆχος;» — σε ποιό τόπο; πού γης; για πού; (α. «ποῑ κῆχος;» - «εὐθύς Σικελίας», Αριστοφ.
β. «ποῑ κῆχος;» — «ἐγγύς ἡμερῶν γε τεσσάρων», Φερεκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].