πλούταξ: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(6_4) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλούταξ''': -ᾱκος, ὁ, [[ἄγροικος]] [[πλούσιος]], Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» Ι. 9, παραληφθὲν καὶ ὑπὸ τοῦ Μενάνδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1· πρβλ πήλαξ, [[στόμφαξ]], καὶ τὴν λατ. κατάληξιν -ax. | |lstext='''πλούταξ''': -ᾱκος, ὁ, [[ἄγροικος]] [[πλούσιος]], Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» Ι. 9, παραληφθὲν καὶ ὑπὸ τοῦ Μενάνδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1· πρβλ πήλαξ, [[στόμφαξ]], καὶ τὴν λατ. κατάληξιν -ax. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />ο [[αγροίκος]] [[πλούσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, το οποίο έχει [[συχνά]] μειωτική σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>θαλάμ</i>-<i>αξ</i>, <i>στό</i>-<i>αξ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ,
A rich fool, Eup.159.9, adopted by Men.462.10.
German (Pape)
[Seite 638] ακος, ὁ, ein unmäßig Reicher, mit verächtlichem Nebenbegriff, etwa Reichling, Reichbold, komisches Wort des Eupolis bei Ath. VI, 236 f; Poll. 3, 109; vgl. Mein. Menand. p. 161.
Greek (Liddell-Scott)
πλούταξ: -ᾱκος, ὁ, ἄγροικος πλούσιος, Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» Ι. 9, παραληφθὲν καὶ ὑπὸ τοῦ Μενάνδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1· πρβλ πήλαξ, στόμφαξ, καὶ τὴν λατ. κατάληξιν -ax.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
ο αγροίκος πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα -αξ, -ακος, το οποίο έχει συχνά μειωτική σημ. (πρβλ. θαλάμ-αξ, στό-αξ)].