χρεάρπαξ: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(6_4) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρεάρπαξ''': ᾰγος, ὁ, ὁ ἁρπάζων τὰ χρέη, τὰ χρήματα, δεινούς τε χρεάρπαγας ἐργολάβους τε Μανέθων 4. 330. | |lstext='''χρεάρπαξ''': ᾰγος, ὁ, ὁ ἁρπάζων τὰ χρέη, τὰ χρήματα, δεινούς τε χρεάρπαγας ἐργολάβους τε Μανέθων 4. 330. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[άγος]], ὁ, Α<br />αυτός που αρπάζει τις χρηματικές οφειλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρέος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἅρπαξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὑδρ</i>-[[άρπαξ]], <i>φιλ</i>-[[άρπαξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾰγος, ὁ,
A one who grasps at money, Man.4.330.
German (Pape)
[Seite 1370] ὁ, der Geld an sich Raffende, Maneth. 4, 330.
Greek (Liddell-Scott)
χρεάρπαξ: ᾰγος, ὁ, ὁ ἁρπάζων τὰ χρέη, τὰ χρήματα, δεινούς τε χρεάρπαγας ἐργολάβους τε Μανέθων 4. 330.
Greek Monolingual
-άγος, ὁ, Α
αυτός που αρπάζει τις χρηματικές οφειλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος + ἅρπαξ (πρβλ. ὑδρ-άρπαξ, φιλ-άρπαξ)].