ἀποψεύδομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποψεύδομαι''': ἀποθ. παχυλῶς [[ψεύδομαι]], ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. [[κατασκευάζω]], ἐπινοῶ τι ψευδές, παρανομήματι δ’ ἐπὶ τηλικούτῳ μεγάλην ἀπεψεύδοντο πρόφασιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 4. 3, 5: - Παθ. [[ἀποτυγχάνω]], οὐδὲ ἀπεψεύσθη τῆς ἐλπίδος Πλουτ. Μάρκελλ. 29. | |lstext='''ἀποψεύδομαι''': ἀποθ. παχυλῶς [[ψεύδομαι]], ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. [[κατασκευάζω]], ἐπινοῶ τι ψευδές, παρανομήματι δ’ ἐπὶ τηλικούτῳ μεγάλην ἀπεψεύδοντο πρόφασιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 4. 3, 5: - Παθ. [[ἀποτυγχάνω]], οὐδὲ ἀπεψεύσθη τῆς ἐλπίδος Πλουτ. Μάρκελλ. 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être déçu : τῆς ἐλπίδος être frustré de son espérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ψεύδομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
A cheat grossly: c. acc., forge, πρόφασιν J.BJ4.3.5:— Pass., to be quite cheated of, τῆς ἐλπίδος Plu.Marc.29.
German (Pape)
[Seite 337] dep. med., verstärktes ψεύδομαι, Ios. – Pass., getäuscht werden, τῆς ἐλπίδος, in einer Hoffnung, Plut. Marc. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποψεύδομαι: ἀποθ. παχυλῶς ψεύδομαι, ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. κατασκευάζω, ἐπινοῶ τι ψευδές, παρανομήματι δ’ ἐπὶ τηλικούτῳ μεγάλην ἀπεψεύδοντο πρόφασιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 4. 3, 5: - Παθ. ἀποτυγχάνω, οὐδὲ ἀπεψεύσθη τῆς ἐλπίδος Πλουτ. Μάρκελλ. 29.
French (Bailly abrégé)
être déçu : τῆς ἐλπίδος être frustré de son espérance.
Étymologie: ἀπό, ψεύδομαι.