λίβα: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λίβα''': αἰτ. [[ἄνευ]] ὀνομαστικῆς ἐν χρήσει, = σπονδήν, τρίτον Διὸς σωτῆρος εὐκταίαν λ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. 68· γενική τις:, φιλοσπόνδου [[λιβός]], ἀπαντᾷ ἐν Χοηφόρ. 292· περὶ τοῦ Ἀγ. 1498, ἴδε ἐν λ. [[λίπος]].
|lstext='''λίβα''': αἰτ. [[ἄνευ]] ὀνομαστικῆς ἐν χρήσει, = σπονδήν, τρίτον Διὸς σωτῆρος εὐκταίαν λ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. 68· γενική τις:, φιλοσπόνδου [[λιβός]], ἀπαντᾷ ἐν Χοηφόρ. 292· περὶ τοῦ Ἀγ. 1498, ἴδε ἐν λ. [[λίπος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>acc. de</i> [[λίψ]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίβα Medium diacritics: λίβα Low diacritics: λίβα Capitals: ΛΙΒΑ
Transliteration A: líba Transliteration B: liba Transliteration C: liva Beta Code: li/ba

English (LSJ)

λιβός, acc. and gen. of λίψ (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

λίβα: αἰτ. ἄνευ ὀνομαστικῆς ἐν χρήσει, = σπονδήν, τρίτον Διὸς σωτῆρος εὐκταίαν λ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. 68· γενική τις:, φιλοσπόνδου λιβός, ἀπαντᾷ ἐν Χοηφόρ. 292· περὶ τοῦ Ἀγ. 1498, ἴδε ἐν λ. λίπος.

French (Bailly abrégé)

acc. de λίψ.