συννεανιεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
(6_5) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συννεᾱνιεύομαι''': ἀποθ., [[ὁμοῦ]] νεανικῶς φέρομαι, Δίων Κ. 51. 8., 72. 4. | |lstext='''συννεᾱνιεύομαι''': ἀποθ., [[ὁμοῦ]] νεανικῶς φέρομαι, Δίων Κ. 51. 8., 72. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />φέρομαι νεανικά, [[συμπεριφέρομαι]] σαν να [[είμαι]] [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νεανιεύομαι]] «βρίσκομαι σε νεαρή [[ηλικία]], [[ενεργώ]] σαν να [[είμαι]] [[ανώριμος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
A wanton youthfully together, ἀλλήλοις D.C.51.8, cf. 72.4.
Greek (Liddell-Scott)
συννεᾱνιεύομαι: ἀποθ., ὁμοῦ νεανικῶς φέρομαι, Δίων Κ. 51. 8., 72. 4.
Greek Monolingual
Α
φέρομαι νεανικά, συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νεανιεύομαι «βρίσκομαι σε νεαρή ηλικία, ενεργώ σαν να είμαι ανώριμος»].