ἀποθεάομαι: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(6_5) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποθεάομαι''': ἀποθ. θεῶμαι, [[βλέπω]] [[ἄνωθεν]], πόρρωθεν, τὴν παρανομίαν τῶν στρατιωτῶν ἀποθεωμένην Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 15, 1. | |lstext='''ἀποθεάομαι''': ἀποθ. θεῶμαι, [[βλέπω]] [[ἄνωθεν]], πόρρωθεν, τὴν παρανομίαν τῶν στρατιωτῶν ἀποθεωμένην Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 15, 1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[mirar atentamente]] εὐνοίας τε τῶν νόμων I.<i>AI</i> 18.346. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
A look attentively at, τι J.BJ2.15.1.
German (Pape)
[Seite 302] von oben her, von fern beschauen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθεάομαι: ἀποθ. θεῶμαι, βλέπω ἄνωθεν, πόρρωθεν, τὴν παρανομίαν τῶν στρατιωτῶν ἀποθεωμένην Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 15, 1.
Spanish (DGE)
mirar atentamente εὐνοίας τε τῶν νόμων I.AI 18.346.