διεξεργάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_5) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διεξεργάζομαι''': ἀποθ., [[ἐξεργάζομαι]] ἐντελῶς, ἀποτελειῶ, Πλάτ. Νόμ. 798D. ΙΙ. [[ἀφανίζω]], [[καταστρέφω]], Διον. Ἁλ. 6. 35. | |lstext='''διεξεργάζομαι''': ἀποθ., [[ἐξεργάζομαι]] ἐντελῶς, ἀποτελειῶ, Πλάτ. Νόμ. 798D. ΙΙ. [[ἀφανίζω]], [[καταστρέφω]], Διον. Ἁλ. 6. 35. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[realizar]], [[llevar a cabo]] κακά Pl.<i>Lg</i>.798d. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 21 August 2017
English (LSJ)
A work out, effect, κακά Pl.Lg.798d. II make away with, v.l.in Hdt.5.92.γ and D.H.6.35.
German (Pape)
[Seite 619] ganz vollenden, vollbringen; κακά Plat. Legg. VII, 798 d; dah. = zu Grunde richten, Dion. Hal. 6, 35.
Greek (Liddell-Scott)
διεξεργάζομαι: ἀποθ., ἐξεργάζομαι ἐντελῶς, ἀποτελειῶ, Πλάτ. Νόμ. 798D. ΙΙ. ἀφανίζω, καταστρέφω, Διον. Ἁλ. 6. 35.
Spanish (DGE)
realizar, llevar a cabo κακά Pl.Lg.798d.