ἄμπωτις: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμπωτις''': γεν. -εως, Ἰων. -ιος, μεταγεν. καὶ -ιδος, Λοβ. Φρύν. 340, κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ [[ἀνάπωτις]] (ἐκ τοῦ ἀναπίνομαι), ἴδε κατωτέρω: - περιοδικὴ ἀνάπωσις τοῦ ὕδατος, καθ’ ἣν ἀποσύρεται τοῦτο εἰς τὴν θάλασσαν καὶ [[μετὰ]] ὡρισμένον χρόνον [[πάλιν]] ἐπανέρχεται· ἀντιτίθεται ταῖς λέξεσι, πλημμυρὶς καὶ [[ῥαχία]] (Ἰων. [[ῥηχίη]]), Ἡρόδ. 2. 11., 7. 198., 8. 129, πολλαὶ δὲ ἀμπώτεις λέγονται καὶ κυμάτων ἄρσεις συμπεριοδεύειν ἀεὶ τῇ σελήνῃ κατὰ τινας ὡρισμένους καιροὺς Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 32, Πλούτ., κτλ.: κατὰ πληθ., ἐν γένει, σημαίνει τὴν αὐξομείωσιν τῶν ὑδάτων, δηλ. τὴν ἄνω τε καὶ [[κάτω]] διαρροὴν τοῦ ὠκεανοῦ, τὴν παλίρροιαν τῆς θαλάσσης, Ἡρωδιαν. 3. 14. - Ὁ [[πλήρης]] [[τύπος]] [[ἀνάπωτις]] εὕρηται μόνον παρὰ Πινδ. Ο. 9. 78., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς ἐν Πολυβ. 10. 14. 2, Ἀρρ., κτλ. 2) ἡ [[ὑποχώρησις]] [[ἤτοι]] [[ἐλάττωσις]] ῥεύματός τινος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 130. ΙΙ. ἡ πρὸς τὰ ἔσω ἐπιστροφὴ τῶν χυμῶν ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σώματος, ἄμπ. τῶν χυμῶν Ἱππ. 47. 1, πρβλ. Σχόλ. παρὰ Γαισφόδρῳ Ἐτυμ. Μ. σ. 2467.
|lstext='''ἄμπωτις''': γεν. -εως, Ἰων. -ιος, μεταγεν. καὶ -ιδος, Λοβ. Φρύν. 340, κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ [[ἀνάπωτις]] (ἐκ τοῦ ἀναπίνομαι), ἴδε κατωτέρω: - περιοδικὴ ἀνάπωσις τοῦ ὕδατος, καθ’ ἣν ἀποσύρεται τοῦτο εἰς τὴν θάλασσαν καὶ [[μετὰ]] ὡρισμένον χρόνον [[πάλιν]] ἐπανέρχεται· ἀντιτίθεται ταῖς λέξεσι, πλημμυρὶς καὶ [[ῥαχία]] (Ἰων. [[ῥηχίη]]), Ἡρόδ. 2. 11., 7. 198., 8. 129, πολλαὶ δὲ ἀμπώτεις λέγονται καὶ κυμάτων ἄρσεις συμπεριοδεύειν ἀεὶ τῇ σελήνῃ κατὰ τινας ὡρισμένους καιροὺς Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 32, Πλούτ., κτλ.: κατὰ πληθ., ἐν γένει, σημαίνει τὴν αὐξομείωσιν τῶν ὑδάτων, δηλ. τὴν ἄνω τε καὶ [[κάτω]] διαρροὴν τοῦ ὠκεανοῦ, τὴν παλίρροιαν τῆς θαλάσσης, Ἡρωδιαν. 3. 14. - Ὁ [[πλήρης]] [[τύπος]] [[ἀνάπωτις]] εὕρηται μόνον παρὰ Πινδ. Ο. 9. 78., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς ἐν Πολυβ. 10. 14. 2, Ἀρρ., κτλ. 2) ἡ [[ὑποχώρησις]] [[ἤτοι]] [[ἐλάττωσις]] ῥεύματός τινος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 130. ΙΙ. ἡ πρὸς τὰ ἔσω ἐπιστροφὴ τῶν χυμῶν ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σώματος, ἄμπ. τῶν χυμῶν Ἱππ. 47. 1, πρβλ. Σχόλ. παρὰ Γαισφόδρῳ Ἐτυμ. Μ. σ. 2467.
}}
{{bailly
|btext=ιδος <i>ou</i> εως (ἡ) :<br />reflux de la mer.<br />'''Étymologie:''' ἀναπίνω.
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμπωτις Medium diacritics: ἄμπωτις Low diacritics: άμπωτις Capitals: ΑΜΠΩΤΙΣ
Transliteration A: ámpōtis Transliteration B: ampōtis Transliteration C: ampotis Beta Code: a)/mpwtis

English (LSJ)

ἡ, gen. εως, Ion. ιος, for ἀνάπωτις (ἀναπίνομαι), v. infr.:—

   A being sucked back, i.e. of sea, ebb, opp., πλημμυρίς or ῥαχία (Ion. ῥηχίη), Hdt.2.11, 7.198, 8.129, Arist.Mete.366a19, Placit.3.17, Agatharch. 32, etc.: in pl., ebb and flow, tides, Arist.Mu.396a26, Peripl.M.Rubr. 45, App.Hisp.1, Hdn.3.14.6.—The full form ἀνάπωτις only Pi.O. 9.52, Scymn.110, and later Prose, Plb.10.14.2 (s. v.l.), Arr.Ind.22.8: gen. -πώτιδος, Agatharch.101.    2 retiring of a stream, Call.Del. 130.    3 metaph., τῆς ἀδολεσχίας ὥσπερ ἄμπωτιν λαβούσης Plu. 2.502d.    II return of humours inward from surface of body, ἄ. τῶν χυμῶν Hp.Hum.1, cf. Erot.Fr.8; of blood in the lungs, Gal. UP6.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμπωτις: γεν. -εως, Ἰων. -ιος, μεταγεν. καὶ -ιδος, Λοβ. Φρύν. 340, κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ ἀνάπωτις (ἐκ τοῦ ἀναπίνομαι), ἴδε κατωτέρω: - περιοδικὴ ἀνάπωσις τοῦ ὕδατος, καθ’ ἣν ἀποσύρεται τοῦτο εἰς τὴν θάλασσαν καὶ μετὰ ὡρισμένον χρόνον πάλιν ἐπανέρχεται· ἀντιτίθεται ταῖς λέξεσι, πλημμυρὶς καὶ ῥαχία (Ἰων. ῥηχίη), Ἡρόδ. 2. 11., 7. 198., 8. 129, πολλαὶ δὲ ἀμπώτεις λέγονται καὶ κυμάτων ἄρσεις συμπεριοδεύειν ἀεὶ τῇ σελήνῃ κατὰ τινας ὡρισμένους καιροὺς Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 32, Πλούτ., κτλ.: κατὰ πληθ., ἐν γένει, σημαίνει τὴν αὐξομείωσιν τῶν ὑδάτων, δηλ. τὴν ἄνω τε καὶ κάτω διαρροὴν τοῦ ὠκεανοῦ, τὴν παλίρροιαν τῆς θαλάσσης, Ἡρωδιαν. 3. 14. - Ὁ πλήρης τύπος ἀνάπωτις εὕρηται μόνον παρὰ Πινδ. Ο. 9. 78., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς ἐν Πολυβ. 10. 14. 2, Ἀρρ., κτλ. 2) ἡ ὑποχώρησις ἤτοι ἐλάττωσις ῥεύματός τινος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 130. ΙΙ. ἡ πρὸς τὰ ἔσω ἐπιστροφὴ τῶν χυμῶν ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σώματος, ἄμπ. τῶν χυμῶν Ἱππ. 47. 1, πρβλ. Σχόλ. παρὰ Γαισφόδρῳ Ἐτυμ. Μ. σ. 2467.

French (Bailly abrégé)

ιδος ou εως (ἡ) :
reflux de la mer.
Étymologie: ἀναπίνω.