Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥαχία

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾱχία Medium diacritics: ῥαχία Low diacritics: ραχία Capitals: ΡΑΧΙΑ
Transliteration A: rhachía Transliteration B: rhachia Transliteration C: rachia Beta Code: r(axi/a

English (LSJ)

Ion. ῥηχίη, ἡ,
A flood tide, opp. ἄμπωτις, Hdt.2.11, 7.198; joined with πλημυρίς (s.v.l.), Id.8.129, cf. Hp. ap. Gal.19.135.
2 the roar of the breakers, metaph. of a crowd of people, ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην Posidipp.27.11; ῥαχίαν ποιεῖν ἐν δήμῳ Plu.2.789d, cf. 791a: prov., ῥαχίας λαλίστερος = as garrulous as a reef Diogenian.7.99.
II rocky shore or rocky beach (πᾶς πετρώδης αἰγιαλός Hsch.), ἁλίστονοι ῥ. A.Pr.713; παρ' αὐτὴν τὴν ῥαχία Th.4.10, cf. Plb.3.39.4, Str.16.4.23.
2 = ῥάχις II.1, S.Fr.1088;= ῥάχις 1, Nonn.D.11.182, 39.334 (v. ad fin.). [ῥᾰ- metri gr. only in late Poets, as AP7.393 (Diocl.); in sense 11.2, Nonn. Il.cc.] (Cogn. with ῥάσσω, ῥήσσω, and ἀράσσω; τὸν τόπον ᾧ προσαράττει τὸ κῦμα, Ael.Dion.Fr.427: not cogn. with ῥήγνυμι, which has pan-Hellenic η.)

German (Pape)

[Seite 835] ἡ, ion. ῥηχίη, Her., bei Arr. auch ῥηχείη, steiles, felsiges Meergestade (πᾶς πετρώδης αἰγιαλός, Hesych.), gegen das die Wellen schlagen und sich mit Getös brechen, Brandung; ἁλίστονοι, Aesch. Prom. 714; Soph. frg. 934; παρ' αὐτὴν τὴν ῥαχίαν, Thuc. 4, 10; übh. Meeresküste, ἐν χέρσοισι ῥαχίαις, Diocl. 4 (VII, 393); ἀνεκβάτους ῥαχίας, Lycophr. 379; a. Sp., auch κυμάτων ῥαχίαι, Polyaen. 5, 6. – Dah. die Wellen des hochgehenden Meeres, wie Plut. vrbdt τοῦ πελάγους ἀνισταμένου καὶ τὰ πλοῖα πλάγια ταῖς ῥαχίαις περιβάλλοντος, Sertor. 7; auch ῥαχίαις τισὶ καὶ σάλοις ἐοικέναι, de prof. virt. sent. p. 263; vgl. Pol. 1, 37, 2, ὑπὸ τῆς ῥαχίας πρὸς ταῖς σπιλάσι καταγνύμενα σκάφη; u. im Gegensatz von ἄμπωτις, die Fluth, Her. 2, 11. 7, 198; gleichbedeutend mit πλημμύρα, 8, 129. – liebh. Lärm, Getöse, ῥαχίαν ποιοῦντος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον, Plut. an seni 10; νόει ὄχλον ῥαχίαν ἠθροισμένην, Posidipp. bei Ath. IX, 377 c (v.l. ῥακεία u. ῥακία). Den Zusammenhang mit der ersten Bdtg zeigt das Sprichwort ῥαχίας λαλί στερος, welches Diogen. 7, 99 auf die Brandung zurückführt. Auch = ῥάχος, eingeschlossener Raum, Gefängniß, VLL.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. rocher contre lequel se brisent les vagues au bord de la mer;
II. p. ext.
1 bord de la mer formé de rochers, de falaises;
2 flux de la mer se brisant contre les rochers;
3 bruit des flots qui se brisent ; bruit, tumulte.
Étymologie: ῥήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾱχία: ион. ῥηχίη
1 скалистый берег, каменистое взморье Thuc.;
2 прибрежный утес (αἱ τῆς Ἰβηρίας ῥαχίαι Polyb.): ἁλίστονοι ῥαχίαι Aesch. стонущие от морского прибоя скалы;
3 прибой, бурун, морские валы Her., Polyb., Plut.;
4 досл. шум прибоя, перен. шум, гам (ῥαχίαν ἐν δήμῳ ποιεῖν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾱχία: Ἰων. ῥηχίη, ἡ· (ἴδε ἐν τέλει)· ― ὡς τὸ ῥηγμίν, ἡ ῥηγνυομένη ἐπὶ τῆς ἀκτῆς θάλασσα, μάλιστα ἡ πλημμυροῦσα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄμπωτις, Ἡρόδ. 2. 11., 7. 198· συνάπτεται μετὰ τοῦ πλημμυρίς, ὁ αὐτ. 8. 129 (ἔνθα ἴδε Valck.), Πολύβ. 1. 37, 2, κ. ἀλλ. 2) ὁ κρότος τῶν κυμάτων ῥηγνυομένων κατὰ τῆς ἀκτῆς, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ θορύβου πολλοῦ ὄχλου, νόει ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 1. 11· ῥ. ποιεῖν ἐν τῷ δήμῳ Πλούτ. 2. 789D, πρβλ. 791Α· παροιμ., ῥαχίας λαλίστερος Διογενειαν. 7. 99. ΙΙ. «πᾶς πετρώδης αἰγιαλὸς» (Ἡσύχ.), ἁλίστονοι ῥ. Αἰσχύλ. Πρ. 713· παρ’ αὐτὴν τὴν ῥ. Θουκ. 4. 10, πρβλ. Πολύβ. 3. 39, 4, κ. ἀλλ.· ἀκτὴ ἐξέχουσα, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 12. 2) = ῥάχις ΙΙ. 1, Σοφ. Ἀποσπ. 934. (ῥηχίη, ῥαχία παράγεται βεβαίως ἐκ τοῦ ῥήγνυμι, ὡς τὸ ῥηγμίν· πρβλ. ὡσαύτως ῥάχις). [ῥᾰ-χάριν τοῦ μέτρου μόνον παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 7. 393. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. παρατηρ. σ. 74.

Greek Monolingual

(I)
και ιων. τ. ῥηχίη, ἡ, Α
1. η θάλασσα που φουσκώνει και σπάει στην ακτή (α. «ῥηχίη δ' ἐν αὐτῷ καὶ ἄμπωτις ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην γίνεται», Ηρόδ.
β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῦ Περσικοῦ πάθεος γενέσθαι», Ηρόδ)
2. ο συνεχής χτύπος τών κυμάτων στην ακτή, ο ρόχθος
3. (σχετικά με όχλο) θόρυβος, πάταγος, οχλοβοή (α. «ραχίαν ποιοῦν τος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον», Πλούτ.
β. «ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην», Ποσειδ.)
4. απότομη, βραχώδης ακτή, στην οποία σπάζουν τα κύματα
(α. «ῥαχίαι ἁλίστονοι», Αισχύλ.
β. «ῥαχίαις ἀλιμένοις παραβαλών», Στράβ.)
5. ακτή, παραλία
6. παροιμ. φρ. «ῥαχίας λαλίστερος» — πιο φαφλατάς κι από φουσκωμένη θάλασσα, πολυλογάς, φλύαρος (Διογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥαχία συνδέεται με το ρ. ῥᾱσσω / ῥᾱττω «χτυπώ, προσκρούω» και έχει σχηματιστεί είτε απευθείας από το θ. του ρ. ῥάσσω (πιθ. < Fράχ-, βλ. λ. ράσσω) με κατάλ. -ία είτε μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος ῥᾶχος «χτύπημα» (πρβλ. οἰκ-ία: οἶκος, ἀντλία: ἄντλος)].
(II)
ἡ, Α·1. ράχη βουνού ή λόφου
2. το κάτω μέρος της ράχης, της ραχοκοκκαλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. θηλ. -ία].

Greek Monotonic

ῥᾱχία: ἡ, Ιων. ῥηχίη, ἡ, (ῥήγνυμι, πρβλ. ῥηγμίν
I. θάλασσα που τα κύματά της σπάζουν στην ακτή, λέγεται κυρίως για την πλημμυρίδα, αντίθ. προς την ἄμπωτιν, σε Ηρόδ.
II. βραχώδης ακτή ή παραλία, σε Αισχύλ., Θουκ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: breakers of the sea, hightide, spot in the surf, rocky beach (IA.); hell. also bustle, clamour of a mob.
Other forms: Ion. ῥηχίη.
Derivatives: ῥαχι-ώδης full of breakers (Str.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: To ῥάσσω, ῥάττω, ῥήσσω beat, bump etc. (s.v. w. further lit.), i. e. either as nom. actionis direct from the verb (with -ία from the yot-present *Ϝράχ-ι̯ω?; s. Scheller Oxytonierung 39 f.) or as orig. abstract- resp. collective formation (οἰκ-ία, ἀντλ-ία a.o.) from *ῥᾶχος stroke, bump.

Middle Liddell

ῥᾱχία, Ionic ῥηχίη, ἡ, ῥήγνυμι, cf. ῥηγμίν
I. the sea breaking on the shore, esp. the flood-tide, opp. to ἄμπωτις, Hdt.
II. a rocky shore or beach, Aesch., Thuc.

Frisk Etymology German

ῥαχία: {rhakhía}
Forms: ion. ῥηχίη
Grammar: f.
Meaning: Meeresbrandung, Flut, umbrandete Stelle, felsiges Gestade (ion. att.); hell. u. sp. auch Getöse, Lärm einer Volksmenge.
Derivative: Davon ῥαχιώδης voll Brandungen (Str.).
Etymology : Zu ῥάσσω, ῥάττω, ῥήσσω schlagen, stoßen (s.d. m. weiterer Lit.), u. zw. entweder als Nom. actionis direkt vom Verb (mit -ία auf das Jotpräsens *ϝράχι̯ω bezüglich?; s. Scheller Oxytonierung 39 f.) oder als urspr. Abstrakt- bzw. Kollektivbildung (οἰκία, ἀντλία u.a.) von *ῥᾶχος Schlag, Stoß.
Page 2,645

English (Woodhouse)

surf, beach where the breakers discharge themselves, where waves break

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)