ἐμφράσσω: Difference between revisions
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμφράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, θέτω φραγμόν, [[κλείω]] διὰ φραγμοῦ, «[[φράζω]]», τὸ μεταξὺ Θουκ. 7. 34· τοὺς ἔσπλους ὁ αὐτ. 4. 8· ἐμφρ. καὶ συγκλείειν Πλάτ. Τίμ. 71C· ἐμφρ. τὸ [[στόμα]] Δημ. 406. 5· μεταφ., ἐμφρ. τὰς ὁδοὺς τῶν ἀδικημάτων Λυκοῦργ. 165. 24. 2) σταματῶ, [[ἐμποδίζω]], τὰς κατὰ σοῦ τιμωρίας Αἰσχίν. 85. 32· τὰς βοηθείας Διόδ. 14. 56· τὴν φωνὴν Πλούτ. 2. 88C. 3) τὸ μέσ. [[μετὰ]] ἐνεργ. σημασ., Νικ. Θηρ. 79, Ἀλεξιφ. 191. ΙΙ. [[ἐμβάλλω]], χώννω, ῥοδοδάφνης φύλλα εἰς τὰς ὀπὰς ἐμφράττουσιν Γεωπ. 13. 5, 3· τινί τι Νικ. Θηρ. 79. | |lstext='''ἐμφράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, θέτω φραγμόν, [[κλείω]] διὰ φραγμοῦ, «[[φράζω]]», τὸ μεταξὺ Θουκ. 7. 34· τοὺς ἔσπλους ὁ αὐτ. 4. 8· ἐμφρ. καὶ συγκλείειν Πλάτ. Τίμ. 71C· ἐμφρ. τὸ [[στόμα]] Δημ. 406. 5· μεταφ., ἐμφρ. τὰς ὁδοὺς τῶν ἀδικημάτων Λυκοῦργ. 165. 24. 2) σταματῶ, [[ἐμποδίζω]], τὰς κατὰ σοῦ τιμωρίας Αἰσχίν. 85. 32· τὰς βοηθείας Διόδ. 14. 56· τὴν φωνὴν Πλούτ. 2. 88C. 3) τὸ μέσ. [[μετὰ]] ἐνεργ. σημασ., Νικ. Θηρ. 79, Ἀλεξιφ. 191. ΙΙ. [[ἐμβάλλω]], χώννω, ῥοδοδάφνης φύλλα εἰς τὰς ὀπὰς ἐμφράττουσιν Γεωπ. 13. 5, 3· τινί τι Νικ. Θηρ. 79. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐμφράξω;<br />boucher, obstruer : τὸ [[μεταξύ]] THC l’intervalle ; τοὺς ἐσπλοῦς THC les passes d’un port ; τὴν φωνήν PLUT intercepter la voix ; <i>fig.</i> [[τὰς]] τιμωρίας ESCHN empêcher une vengeance;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐμφράσσομαι boucher (une ouverture) acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φράσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. ἐμφράττω, pf. ἐμπέφρᾰκα Sch.Ar.Nu.1240: fut. Pass.
A -φραχθήσομαι LXXMi.5.1 (4.14): aor. 2 part. Pass. ἐμφρᾰγείς Ph.Fr.41 H.:— bar a passage, stop up, block up, τὸ μεταξύ Th.7.34; τοὺς ἔσπλους Id.4.8; ἐ. συγκλείουσά τε Pl.Ti.71c; ἐ. τὸ στόμα D.19.208; ἐ. τὰς ὁδοὺς τῶν ἀδικημάτων Lycurg.124. 2 bar the passage of, stop, τὰς κατὰ σοῦ τιμωρίας Aeschin.3.223; πᾶσαν παρείσδυσιν Epicur.Sent. Vat.47 ( = Mctrod.49); τὰς βοηθείας D.S.14.56; τὴν περὶ τὰ αὶσθητήρια ἀκρίβειαν Ph.1.246; τὴν φωνήν Plu.2.606d. 3 Med. in act. sense, Nic.Al.191. II stuff in, φύλλα εἰς τὰς ὀπάς (v.l. φύλλοις τὰς ὀ.) Gp.13.5.3; τινί τι v.l. in Nic.Th.79 (Med.).
German (Pape)
[Seite 820] att. -φράττω, hineinstopfen; φύλλα εἰς τὰς ὀπάς Geop.; verstopfen, versperren, αἱ νῆες τὸ μεταξύ Thuc. 7, 34; τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων, τοὺς πόρους τῆς πηγῆς, Pol. 5, 62, 4. 34, 9, 6; στόμα Dem. 19, 209; καὶ συγκλείειν Plat. Tim. 71 c; übertr., τὰς ὁδοὺς τῶν ἀδικημάτων Lycurg. 124; ταῖς αἰτίαις τὰς τιμωρίας Aesch. 3, 223; Sp.; überh. hindern, βοηθείας D. Sic. 14, 56. Das med., Nic. Th. 79 Al. 191; = act., τί τινι, τὸ κεχηνός, Luc. Tim. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, θέτω φραγμόν, κλείω διὰ φραγμοῦ, «φράζω», τὸ μεταξὺ Θουκ. 7. 34· τοὺς ἔσπλους ὁ αὐτ. 4. 8· ἐμφρ. καὶ συγκλείειν Πλάτ. Τίμ. 71C· ἐμφρ. τὸ στόμα Δημ. 406. 5· μεταφ., ἐμφρ. τὰς ὁδοὺς τῶν ἀδικημάτων Λυκοῦργ. 165. 24. 2) σταματῶ, ἐμποδίζω, τὰς κατὰ σοῦ τιμωρίας Αἰσχίν. 85. 32· τὰς βοηθείας Διόδ. 14. 56· τὴν φωνὴν Πλούτ. 2. 88C. 3) τὸ μέσ. μετὰ ἐνεργ. σημασ., Νικ. Θηρ. 79, Ἀλεξιφ. 191. ΙΙ. ἐμβάλλω, χώννω, ῥοδοδάφνης φύλλα εἰς τὰς ὀπὰς ἐμφράττουσιν Γεωπ. 13. 5, 3· τινί τι Νικ. Θηρ. 79.
French (Bailly abrégé)
f. ἐμφράξω;
boucher, obstruer : τὸ μεταξύ THC l’intervalle ; τοὺς ἐσπλοῦς THC les passes d’un port ; τὴν φωνήν PLUT intercepter la voix ; fig. τὰς τιμωρίας ESCHN empêcher une vengeance;
Moy. ἐμφράσσομαι boucher (une ouverture) acc..
Étymologie: ἐν, φράσσω.