λήιον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
(6_6)
 
(Autenrieth)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λήιον''': Δωρ. [[λαῖον]] ἢ [[λᾷον]], τό, [[χωράφιον]] πρὸ τοῦ θερισμοῦ, σπαρτὰ ἐν ἀκμῇ θερισμοῦ, ὡς δ’ ὅτε κινήσῃ [[Ζέφυρος]] βαθὺ [[λήιον]] Ἰλ. Β. 147, κάλλ.· οὕτω, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 288, Ἡρόδ. 1. 19, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 8· τοῦ σίτου τὸ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8· λ. σίτου βαθὺ Ἀρρ. Ἀν. 1. 4, 1· λήιά τε σταχύων Ἐπιγρ. Ἑλλ. 1046. 69. 2) παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀγροῦ ἐσπαρμένου μὲ σῖτον, Θεόκρ. 10. 42 (ἐν τῷ Δωρ. τύπ. [[λαῖον]])· ληίου [[κόμη]] Βαβρ. 83. 3.
|lstext='''λήιον''': Δωρ. [[λαῖον]] ἢ [[λᾷον]], τό, [[χωράφιον]] πρὸ τοῦ θερισμοῦ, σπαρτὰ ἐν ἀκμῇ θερισμοῦ, ὡς δ’ ὅτε κινήσῃ [[Ζέφυρος]] βαθὺ [[λήιον]] Ἰλ. Β. 147, κάλλ.· οὕτω, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 288, Ἡρόδ. 1. 19, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 8· τοῦ σίτου τὸ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8· λ. σίτου βαθὺ Ἀρρ. Ἀν. 1. 4, 1· λήιά τε σταχύων Ἐπιγρ. Ἑλλ. 1046. 69. 2) παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀγροῦ ἐσπαρμένου μὲ σῖτον, Θεόκρ. 10. 42 (ἐν τῷ Δωρ. τύπ. [[λαῖον]])· ληίου [[κόμη]] Βαβρ. 83. 3.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[crop]], [[grain]] [[still]] [[standing]] in the [[field]], [[field]] of [[grain]].
}}
}}

Revision as of 15:32, 15 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

λήιον: Δωρ. λαῖονλᾷον, τό, χωράφιον πρὸ τοῦ θερισμοῦ, σπαρτὰ ἐν ἀκμῇ θερισμοῦ, ὡς δ’ ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήιον Ἰλ. Β. 147, κάλλ.· οὕτω, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 288, Ἡρόδ. 1. 19, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 8· τοῦ σίτου τὸ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8· λ. σίτου βαθὺ Ἀρρ. Ἀν. 1. 4, 1· λήιά τε σταχύων Ἐπιγρ. Ἑλλ. 1046. 69. 2) παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς ὡσαύτως ἐπὶ ἀγροῦ ἐσπαρμένου μὲ σῖτον, Θεόκρ. 10. 42 (ἐν τῷ Δωρ. τύπ. λαῖον)· ληίου κόμη Βαβρ. 83. 3.

English (Autenrieth)

crop, grain still standing in the field, field of grain.