περισῴζω: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισῴζω''': διαφυλάττω ζῶντα, (= σῴζειν τινὰ [[ὥστε]] περιεῖναι), [[διασῴζω]] ἀπὸ θανάτου ἢ καταστροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25., 4. 8, 21, κτλ.· π. τὴν πόλιν [[αὐτόθι]] 6. 5, 47· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀλκίφρ. 1. 30. ― Παθ., περισῴζομαι, διασῴζομαι, ἐπὶ αἰχμαλώτου, κατηγορῶν ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἵνα αὐτὸς περισωθείη Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 32· τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων Δίων Κ. 46. 50· ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀπομένω]], [[οἷον]] λείψανα περισεσῶσθαι Ἀριστοφ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 21. | |lstext='''περισῴζω''': διαφυλάττω ζῶντα, (= σῴζειν τινὰ [[ὥστε]] περιεῖναι), [[διασῴζω]] ἀπὸ θανάτου ἢ καταστροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25., 4. 8, 21, κτλ.· π. τὴν πόλιν [[αὐτόθι]] 6. 5, 47· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀλκίφρ. 1. 30. ― Παθ., περισῴζομαι, διασῴζομαι, ἐπὶ αἰχμαλώτου, κατηγορῶν ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἵνα αὐτὸς περισωθείη Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 32· τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων Δίων Κ. 46. 50· ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀπομένω]], [[οἷον]] λείψανα περισεσῶσθαι Ἀριστοφ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=sauver la vie de, assurer le salut de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισῴζομαι sauver sa vie en s’échappant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σῴζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
περισῴζω: διαφυλάττω ζῶντα, (= σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι), διασῴζω ἀπὸ θανάτου ἢ καταστροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25., 4. 8, 21, κτλ.· π. τὴν πόλιν αὐτόθι 6. 5, 47· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀλκίφρ. 1. 30. ― Παθ., περισῴζομαι, διασῴζομαι, ἐπὶ αἰχμαλώτου, κατηγορῶν ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἵνα αὐτὸς περισωθείη Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 32· τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων Δίων Κ. 46. 50· ἐπὶ πραγμάτων, ἀπομένω, οἷον λείψανα περισεσῶσθαι Ἀριστοφ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 21.
French (Bailly abrégé)
sauver la vie de, assurer le salut de, acc.;
Moy. περισῴζομαι sauver sa vie en s’échappant.
Étymologie: περί, σῴζω.