ἐγκοληβάζω: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκοληβάζω''': ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, πιθαν. [[πίπτω]] [[βαρέως]] ἐπί τινος, ἴδε σημείωσιν Donaldson, ἐν Πινδ. Π. 8. 81 (115)· ἂν καὶ συνήθως ἑρμηνεύεται [[καταπίνω]], «ἐνεκολάβησας, καταπέπωκας» Σχόλ. εἰς Ἱππ. Ἀριστ. ἔνθ. ἀν. Ὑπάρχουσιν ἐν τούτοις ἱκαναὶ δι. γρ.
|lstext='''ἐγκοληβάζω''': ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, πιθαν. [[πίπτω]] [[βαρέως]] ἐπί τινος, ἴδε σημείωσιν Donaldson, ἐν Πινδ. Π. 8. 81 (115)· ἂν καὶ συνήθως ἑρμηνεύεται [[καταπίνω]], «ἐνεκολάβησας, καταπέπωκας» Σχόλ. εἰς Ἱππ. Ἀριστ. ἔνθ. ἀν. Ὑπάρχουσιν ἐν τούτοις ἱκαναὶ δι. γρ.
}}
{{bailly
|btext=avaler gloutonnement comme un gâteau [[κόλλαβος]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κόλλαβος]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκοληβάζω Medium diacritics: ἐγκοληβάζω Low diacritics: εγκοληβάζω Capitals: ΕΓΚΟΛΗΒΑΖΩ
Transliteration A: enkolēbázō Transliteration B: enkolēbazō Transliteration C: egkolivazo Beta Code: e)gkolhba/zw

English (LSJ)

in Ar.Eq.263,

   A gulp down, swallow up, v. Sch. ad loc., Hsch.; also expld. by ἐπὶ κόλοις βαίνειν, Suid. s.v. ἐκολαβήσας.

German (Pape)

[Seite 709] nur bei Ar. Equ. 264, v. l. ἐνεκολάβησας, Schol. καταπέπωκας, wie die VLL. καταπιεῖν erkl. u. an ἄκολος denken, = hinunterschlucken, nach Eust. wie ein κόλαβος. Andere erkl. es für einen Fechterausdruck, = einen Tritt auf den Bauch geben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκοληβάζω: ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, πιθαν. πίπτω βαρέως ἐπί τινος, ἴδε σημείωσιν Donaldson, ἐν Πινδ. Π. 8. 81 (115)· ἂν καὶ συνήθως ἑρμηνεύεται καταπίνω, «ἐνεκολάβησας, καταπέπωκας» Σχόλ. εἰς Ἱππ. Ἀριστ. ἔνθ. ἀν. Ὑπάρχουσιν ἐν τούτοις ἱκαναὶ δι. γρ.

French (Bailly abrégé)

avaler gloutonnement comme un gâteau κόλλαβος.
Étymologie: ἐν, κόλλαβος.