ἐκκακέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκᾰκέω''': εἶμαι λιπόψυχος, ἀποδειλιῶ, χάνω τὸ θάρρος, [[ἀποκάμνω]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 1, 2 Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 1 καί 16 κ. ἀλλ.˙ ἀλλ’ ἁπανταχοῦ τῆς Κ. Δ. ἤδη διορθοῦται [[ἐγκακέω]]. | |lstext='''ἐκκᾰκέω''': εἶμαι λιπόψυχος, ἀποδειλιῶ, χάνω τὸ θάρρος, [[ἀποκάμνω]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 1, 2 Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 1 καί 16 κ. ἀλλ.˙ ἀλλ’ ἁπανταχοῦ τῆς Κ. Δ. ἤδη διορθοῦται [[ἐγκακέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> perdre courage, céder au découragement;<br /><b>2</b> agir mollement, mettre peu d’empressement à faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κακός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be faint-hearted, lose heart, grow weary, v.l. for ἐγκ-, Ev.Luc.18.1, 2 Ep.Cor.4.1,16,al., cf. Vett. Val.201.15, Gloss.
German (Pape)
[Seite 761] im Unglück den Muth verlieren, übh. müde werden, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκᾰκέω: εἶμαι λιπόψυχος, ἀποδειλιῶ, χάνω τὸ θάρρος, ἀποκάμνω, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 1, 2 Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 1 καί 16 κ. ἀλλ.˙ ἀλλ’ ἁπανταχοῦ τῆς Κ. Δ. ἤδη διορθοῦται ἐγκακέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 perdre courage, céder au découragement;
2 agir mollement, mettre peu d’empressement à faire qch.
Étymologie: ἐκ, κακός.