εὐδιάω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(6_6)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιάω''': Ἐπικ. μετοχ. εὐδιόων ([[εὔδιος]]), εἶμαι [[γαλήνιος]], ἐπὶ θαλάσσης καὶ καιροῦ, κόλπῳ ἐν εὐδιόωντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 371˙ [[ἄνεμος]]… ὅς κεν ἄῃσιν [[ἤπιος]], εὐδιόων Ὁππ. Ἁλ. 3. 58, πρβλ. Ἄρατ. 899˙ ἐπὶ θαλασσοπλοούντων, [[πλέω]] μὲ [[οὔριον]] ἄνεμον, Ἀπολλ. Ροδ. Β. 903˙ πρβλ. [[διαύω]].
|lstext='''εὐδιάω''': Ἐπικ. μετοχ. εὐδιόων ([[εὔδιος]]), εἶμαι [[γαλήνιος]], ἐπὶ θαλάσσης καὶ καιροῦ, κόλπῳ ἐν εὐδιόωντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 371· [[ἄνεμος]]… ὅς κεν ἄῃσιν [[ἤπιος]], εὐδιόων Ὁππ. Ἁλ. 3. 58, πρβλ. Ἄρατ. 899· ἐπὶ θαλασσοπλοούντων, [[πλέω]] μὲ [[οὔριον]] ἄνεμον, Ἀπολλ. Ροδ. Β. 903· πρβλ. [[διαύω]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδῐάω Medium diacritics: εὐδιάω Low diacritics: ευδιάω Capitals: ΕΥΔΙΑΩ
Transliteration A: eudiáō Transliteration B: eudiaō Transliteration C: evdiao Beta Code: eu)dia/w

English (LSJ)

Ep. part. εὐδιόων, (εὔδιος)

   A to be fair or calm, of sea and weather, κόλπος A.R.2.371; [ἄνεμος] Opp.H.3.58; πάντῃ Διὸς -όωντος Arat.899; of persons, to enjoy such weather, A.R.2.903.

German (Pape)

[Seite 1062] (vgl. εὐδία), still, heiter sein, nur partic. praes. bei sp. D.; vom Meere, ruhig sein, Ap. Rh. 2, 371 Opp. Cyn. 1, 13; von den Seefahrern, τέμνον πλόον εὐδιόωντες 1, 424; ἄνεμος εὐδιόων Hal. 3, 58; vom Vogel, der nicht die Flügel schwingt, sondern ruhig schwebt, εὐκήλοισιν εὐδιόων πτερύγεσσιν Ap. Rh. 2, 935. Vgl. εὐδιάζω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάω: Ἐπικ. μετοχ. εὐδιόων (εὔδιος), εἶμαι γαλήνιος, ἐπὶ θαλάσσης καὶ καιροῦ, κόλπῳ ἐν εὐδιόωντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 371· ἄνεμος… ὅς κεν ἄῃσιν ἤπιος, εὐδιόων Ὁππ. Ἁλ. 3. 58, πρβλ. Ἄρατ. 899· ἐπὶ θαλασσοπλοούντων, πλέω μὲ οὔριον ἄνεμον, Ἀπολλ. Ροδ. Β. 903· πρβλ. διαύω.