μουνάξ: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μουνάξ''': Ἐπίρρ. (μοῦνος) κατὰ μόνας, χωριστά, ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371· μ. κτεινομένων, ἐν μονομαχίᾳ, Λ. 417.
|lstext='''μουνάξ''': Ἐπίρρ. (μοῦνος) κατὰ μόνας, χωριστά, ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371· μ. κτεινομένων, ἐν μονομαχίᾳ, Λ. 417.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[μονάξ]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνάξ Medium diacritics: μουνάξ Low diacritics: μουνάξ Capitals: ΜΟΥΝΑΞ
Transliteration A: mounáx Transliteration B: mounax Transliteration C: mounaks Beta Code: mouna/c

English (LSJ)

Adv., (μοῦνος)

   A singly, ὀρχήσασθαι Od.8.371; μ. κτεινομένων in single combat, 11.417.

German (Pape)

[Seite 210] einzeln, allein, Od. 8, 371, κτείνεσθαι, im Ggstz von ἐν ὑσμῖνι, 11, 416. s. das ion. μουνάξ.

Greek (Liddell-Scott)

μουνάξ: Ἐπίρρ. (μοῦνος) κατὰ μόνας, χωριστά, ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371· μ. κτεινομένων, ἐν μονομαχίᾳ, Λ. 417.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονάξ.