ἐπιγδουπέω: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιγδουπέω''': Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἐπιδουπέω, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω (πρβλ. [[ἐπευφημέω]]), ἐπὶ δ’ [[ἐγδούπησαν]] Ἀθηναίῃ τε καὶ Ἥρη Ἰλ. Λ. 45· ἀπολ., ἠχῶ [[μεγάλως]], κροτῶ, Ἀνθ. Π. 9. 662· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., καναχὴν ἐπ. Νόνν. Δ. 1. 243. | |lstext='''ἐπιγδουπέω''': Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἐπιδουπέω, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω (πρβλ. [[ἐπευφημέω]]), ἐπὶ δ’ [[ἐγδούπησαν]] Ἀθηναίῃ τε καὶ Ἥρη Ἰλ. Λ. 45· ἀπολ., ἠχῶ [[μεγάλως]], κροτῶ, Ἀνθ. Π. 9. 662· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., καναχὴν ἐπ. Νόνν. Δ. 1. 243. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>épq. et poét. c.</i> [[ἐπιδουπέω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γδουπέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. for ἐπιδουπέω,
A shout at or in applause, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Αθηναίη τε καὶ Ἥρη Il.11.45: abs., sound aloud, AP9.662 (Agath.): c.acc. cogn., καναχὴν ἐ. Nonn.D.1.243.
German (Pape)
[Seite 931] p. = ἐπιδ ουπέω, Il. 11, 45, in tmesi; Agath. 52 (IX, 662); καναχήν Nonn. 1, 243.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγδουπέω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἐπιδουπέω, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω (πρβλ. ἐπευφημέω), ἐπὶ δ’ ἐγδούπησαν Ἀθηναίῃ τε καὶ Ἥρη Ἰλ. Λ. 45· ἀπολ., ἠχῶ μεγάλως, κροτῶ, Ἀνθ. Π. 9. 662· μετὰ συστοίχου αἰτ., καναχὴν ἐπ. Νόνν. Δ. 1. 243.