κεράω: Difference between revisions
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεράω''': Ἐπικ. ῥιζικὸς [[τύπος]] τοῦ [[κεράννυμι]], ἐν χρήσει κατὰ προστ. κέρα Κωμ. Ἀνώνυμ. 17· μετοχ. κερῶν Ὀδ. Ω. 364· παρατ. κέρων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1185· καὶ ἐκ τοῦ μέσου, ἐν τῇ προστ. κεράασθε (ἐκτεταμ. ἐκ τοῦ -ᾶσθε) Ὀδ. Γ. 332· παρατ. κερόωντο Ἰλ. Η. 470. | |lstext='''κεράω''': Ἐπικ. ῥιζικὸς [[τύπος]] τοῦ [[κεράννυμι]], ἐν χρήσει κατὰ προστ. κέρα Κωμ. Ἀνώνυμ. 17· μετοχ. κερῶν Ὀδ. Ω. 364· παρατ. κέρων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1185· καὶ ἐκ τοῦ μέσου, ἐν τῇ προστ. κεράασθε (ἐκτεταμ. ἐκ τοῦ -ᾶσθε) Ὀδ. Γ. 332· παρατ. κερόωντο Ἰλ. Η. 470. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>c.</i> [[κεράννυμι]];<br /><i><b>Moy.</b></i> κεράομαι-ῶμαι (<i>impf. 3ᵉ pl. épq.</i> [[κερόωντο]]) <i>m. sign.</i><br /><span class="bld">2</span>-ῶ :<br /><i>fut. att. de</i> [[κεράννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), Ep. form of κεράννυμι, used in imper.
A κέρα Com.Adesp. 1211; part. κερῶν Od.24.364: impf. κέρων A.R.1.1185:—Med., subj. κέρωνται Il.4.260: imper. κεράασθε (lengthd. from -ᾶσθε) Od. 3.332: impf. κερόωντο 8.470.
κεράω (B), (κέρας)
A make horned, κερόωσι σελήνην Arat.780. II take post on the wing or flank, Plb.18.24.9.
German (Pape)
[Seite 1423] 1) = κεράννυμι, zu dem es das fut. u. die übrigen tempp. giebt; auch im praes. u. impf. oft bei Hom., bes. med., κεράασθε οἶνον Od. 3, 332, κερόωντο 8, 470, κερῶντο 15, 500, κερῶντας οἶνον 24, 364; imper. κέρα com. Ath. II, 48 a. – 2) von κέρας, – a) hornartig gestalten, ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι μορφαὶ κερόωσι σελήνην Arat. 780. – b) im Heere, auf den Flügeln stehen, Pol. 18, 7, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κεράω: Ἐπικ. ῥιζικὸς τύπος τοῦ κεράννυμι, ἐν χρήσει κατὰ προστ. κέρα Κωμ. Ἀνώνυμ. 17· μετοχ. κερῶν Ὀδ. Ω. 364· παρατ. κέρων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1185· καὶ ἐκ τοῦ μέσου, ἐν τῇ προστ. κεράασθε (ἐκτεταμ. ἐκ τοῦ -ᾶσθε) Ὀδ. Γ. 332· παρατ. κερόωντο Ἰλ. Η. 470.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
c. κεράννυμι;
Moy. κεράομαι-ῶμαι (impf. 3ᵉ pl. épq. κερόωντο) m. sign.
2-ῶ :
fut. att. de κεράννυμι.