εὐσθενής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσθενής''': Ἐπικ. ἐϋσθενής, ές, ([[σθένος]]) [[ἰσχυρός]], [[σθεναρός]], [[ῥωμαλέος]], Κόϊντ. Σμ. 14. 633· [[ἰσχυρός]], [[σίδηρος]] Ἀνθ. Πλαν. 4. 325: ― Συγκρ. -έστερος Θεόφραστ. περὶ Πυρὸς 64· ἀλλ’ ἀνώμαλ. Ὑπερθ. -ώτατος Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 28. ― Ἐπίρρ. -νῶς, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρ. 1, σ. 121Ε· Ὑπερθ. εὐσθενέστατα [[αὐτόθι]] σ. 62Α.
|lstext='''εὐσθενής''': Ἐπικ. ἐϋσθενής, ές, ([[σθένος]]) [[ἰσχυρός]], [[σθεναρός]], [[ῥωμαλέος]], Κόϊντ. Σμ. 14. 633· [[ἰσχυρός]], [[σίδηρος]] Ἀνθ. Πλαν. 4. 325: ― Συγκρ. -έστερος Θεόφραστ. περὶ Πυρὸς 64· ἀλλ’ ἀνώμαλ. Ὑπερθ. -ώτατος Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 28. ― Ἐπίρρ. -νῶς, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρ. 1, σ. 121Ε· Ὑπερθ. εὐσθενέστατα [[αὐτόθι]] σ. 62Α.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />fort, robuste, vigoureux;<br /><i>Sp. irrég.</i> [[εὐσθενώτατος]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σθένος]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσθενής Medium diacritics: εὐσθενής Low diacritics: ευσθενής Capitals: ΕΥΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: eusthenḗs Transliteration B: eusthenēs Transliteration C: efsthenis Beta Code: eu)sqenh/s

English (LSJ)

Ep. ἐϋσθ-, ές, (σθένος)

   A stout, εἶδος Il.Pers.6, cf. Ph.Bel.56.31, Q.S.14.633; strong, firm, σίδηρος APl.4.323 (Mesom.): irreg. Sup. -ώτατος Ps.-Luc. Philopatr.28. Adv. -νῶς Gal.17(2).185, f.l. in Ph.1.264.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσθενής: Ἐπικ. ἐϋσθενής, ές, (σθένος) ἰσχυρός, σθεναρός, ῥωμαλέος, Κόϊντ. Σμ. 14. 633· ἰσχυρός, σίδηρος Ἀνθ. Πλαν. 4. 325: ― Συγκρ. -έστερος Θεόφραστ. περὶ Πυρὸς 64· ἀλλ’ ἀνώμαλ. Ὑπερθ. -ώτατος Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 28. ― Ἐπίρρ. -νῶς, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρ. 1, σ. 121Ε· Ὑπερθ. εὐσθενέστατα αὐτόθι σ. 62Α.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fort, robuste, vigoureux;
Sp. irrég. εὐσθενώτατος.
Étymologie: εὖ, σθένος.