ἀειδής: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀειδής''': -ές, (* ϝείδω) [[ἀόρατος]], [[ἄνευ]] σωματικῆς μορφῆς, [[ἀσώματος]], [[ἄϋλος]], ἀντιθ. τῷ [[σωματοειδής]], [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. ὡς π.χ. ἐν Φαίδωνι 79Α. ΙΙ. (εἰδέναι) = [[ἄγνωστος]], ἄσημος, Πλάτ. Ἀξ. 365C. ΙΙΙ. ([[εἶδος]]) = [[ἄνευ]] μορφῆς, [[ἄμορφος]], Ἀριστ. Οὐρ. 3, 8, 3. 2) [[δυσειδής]], [[δύσμορφος]], Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, [[ἀμφίβολος]], γραφ. ἐν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4. 11. | |lstext='''ἀειδής''': -ές, (* ϝείδω) [[ἀόρατος]], [[ἄνευ]] σωματικῆς μορφῆς, [[ἀσώματος]], [[ἄϋλος]], ἀντιθ. τῷ [[σωματοειδής]], [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. ὡς π.χ. ἐν Φαίδωνι 79Α. ΙΙ. (εἰδέναι) = [[ἄγνωστος]], ἄσημος, Πλάτ. Ἀξ. 365C. ΙΙΙ. ([[εἶδος]]) = [[ἄνευ]] μορφῆς, [[ἄμορφος]], Ἀριστ. Οὐρ. 3, 8, 3. 2) [[δυσειδής]], [[δύσμορφος]], Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, [[ἀμφίβολος]], γραφ. ἐν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui n’a pas de forme, immatériel.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (εἶδος)
A formless, Arist.Cael.306b17; indistinct, ὀσμαί Thphr.Od.1; f.l. for ἀιδής. Pl. Phd.79a. 2 unsightly, χροιά a bad complexion, Hp.Nat.Mul. 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειδής: -ές, (* ϝείδω) ἀόρατος, ἄνευ σωματικῆς μορφῆς, ἀσώματος, ἄϋλος, ἀντιθ. τῷ σωματοειδής, συχν. παρὰ Πλάτ. ὡς π.χ. ἐν Φαίδωνι 79Α. ΙΙ. (εἰδέναι) = ἄγνωστος, ἄσημος, Πλάτ. Ἀξ. 365C. ΙΙΙ. (εἶδος) = ἄνευ μορφῆς, ἄμορφος, Ἀριστ. Οὐρ. 3, 8, 3. 2) δυσειδής, δύσμορφος, Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἀμφίβολος, γραφ. ἐν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4. 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui n’a pas de forme, immatériel.
Étymologie: ἀ, εἶδος.