κιστοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_7) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κιστοειδής''': -ές, ([[κίστη]]) ἔχων τὸ [[σχῆμα]] κιβωτίου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὀγκίον. | |lstext='''κιστοειδής''': -ές, ([[κίστη]]) ἔχων τὸ [[σχῆμα]] κιβωτίου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὀγκίον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[κιστοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κίστης, αυτός που μοιάζει με [[κιβώτιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίστη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A shaped like a chest, Hsch.s.v. ὀγκίον.
German (Pape)
[Seite 1443] ές, kistenförmig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κιστοειδής: -ές, (κίστη) ἔχων τὸ σχῆμα κιβωτίου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὀγκίον.
Greek Monolingual
-ές (Α κιστοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κίστης, αυτός που μοιάζει με κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + -ειδής (< εἶδος)].