πυρορραγής: Difference between revisions

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρορρᾰγής''': -ές, ([[ῥήγνυμι]]) ὁ ἐν τῷ πυρὶ ῥηγνυόμενος, περὶ κεραμίων ὅσα ἐν τῷ πυρὶ ῥήγνυνται ἐν τῷ ὀπτᾶσθαι, [[ἴσως]] πυρροραγὲς κακῶς ὠπτημένον Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 10· ὡς ἐπίρρ. πυρροραγές, ψοφεῖ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς Ἀριστοφάν. Ἀχ. 933.
|lstext='''πῠρορρᾰγής''': -ές, ([[ῥήγνυμι]]) ὁ ἐν τῷ πυρὶ ῥηγνυόμενος, περὶ κεραμίων ὅσα ἐν τῷ πυρὶ ῥήγνυνται ἐν τῷ ὀπτᾶσθαι, [[ἴσως]] πυρροραγὲς κακῶς ὠπτημένον Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 10· ὡς ἐπίρρ. πυρροραγές, ψοφεῖ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς Ἀριστοφάν. Ἀχ. 933.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui se fend au feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[ῥήγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρορρᾰγής Medium diacritics: πυρορραγής Low diacritics: πυρορραγής Capitals: ΠΥΡΟΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: pyrorragḗs Transliteration B: pyrorragēs Transliteration C: pyrorragis Beta Code: purorragh/s

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι)

   A bursting in the fire, Cratin.253.    II of sound, ψοφεῖ λάλον τι καὶ π. cracked, Ar.Ach.933 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) ὁ ἐν τῷ πυρὶ ῥηγνυόμενος, περὶ κεραμίων ὅσα ἐν τῷ πυρὶ ῥήγνυνται ἐν τῷ ὀπτᾶσθαι, ἴσως πυρροραγὲς κακῶς ὠπτημένον Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 10· ὡς ἐπίρρ. πυρροραγές, ψοφεῖ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς Ἀριστοφάν. Ἀχ. 933.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se fend au feu.
Étymologie: πῦρ, ῥήγνυμι.