ἱερακώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(6_7) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱερᾱκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ἱέρακι, Εὐνάπ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 54, 14. | |lstext='''ἱερᾱκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ἱέρακι, Εὐνάπ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 54, 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱερακώδης]], -ῶδες (Α) [[ιέραξ]]<br />[[ιερακοειδής]], όμοιος με [[γεράκι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A hawk-like, Eun.Hist.p.206 D.
German (Pape)
[Seite 1240] ες, habichtsartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἱέρακι, Εὐνάπ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 54, 14.
Greek Monolingual
ἱερακώδης, -ῶδες (Α) ιέραξ
ιερακοειδής, όμοιος με γεράκι.