ῥέγκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
(6_6)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥέγκος''': -εος, τό, [[ἦχος]] ῥέγκοντος, «ῥοχάλισμα», ἰσχυρὰ [[ἀναπνοή]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, πρβλ 1155C, 1229D· ἀλλ’ ἐν τῷ τύπῳ [[ῥέγχος]] 1215F· πρβλ. [[ῥέγκω]] ἐν τέλει, ῥεγχώδης.
|lstext='''ῥέγκος''': -εος, τό, [[ἦχος]] ῥέγκοντος, «ῥοχάλισμα», ἰσχυρὰ [[ἀναπνοή]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, πρβλ 1155C, 1229D· ἀλλ’ ἐν τῷ τύπῳ [[ῥέγχος]] 1215F· πρβλ. [[ῥέγκω]] ἐν τέλει, ῥεγχώδης.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ῥέγχος]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥέγκος Medium diacritics: ῥέγκος Low diacritics: ρέγκος Capitals: ΡΕΓΚΟΣ
Transliteration A: rhénkos Transliteration B: rhenkos Transliteration C: regkos Beta Code: r(e/gkos

English (LSJ)

εος, τό,

   A snoring, stertorous breathing, Hp.Acut.17, Epid. 5.55; also ῥέγχη, ἡ, Erot. s.v. διαρόγχας, and ῥέγχος, τό, Hp.Epid. 5.104, 7.77; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 837] τό, der im Schnarchen gehörte Ton, übh. das Schnarchen, Galen. aus Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέγκος: -εος, τό, ἦχος ῥέγκοντος, «ῥοχάλισμα», ἰσχυρὰ ἀναπνοή, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, πρβλ 1155C, 1229D· ἀλλ’ ἐν τῷ τύπῳ ῥέγχος 1215F· πρβλ. ῥέγκω ἐν τέλει, ῥεγχώδης.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. ῥέγχος.