ῥητινώδης: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
(6_7)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥητῑνώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] ῥητίνῃ, περιέχων ῥητίνην ἢ [[πλήρης]] ῥητίνης, Ἱππ. Μοχλ. 858, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 57C.
|lstext='''ῥητῑνώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] ῥητίνῃ, περιέχων ῥητίνην ἢ [[πλήρης]] ῥητίνης, Ἱππ. Μοχλ. 858, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 57C.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[ῥητινώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ῥητίνη]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[ρητίνη]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει [[ρητίνη]], [[ρητινούχος]].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥητῑνώδης Medium diacritics: ῥητινώδης Low diacritics: ρητινώδης Capitals: ΡΗΤΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: rhētinṓdēs Transliteration B: rhētinōdēs Transliteration C: ritinodis Beta Code: r(htinw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A resinous, Id.Mochl.32, Thphr.HP3.15.3, Diph.Siph. ap. Ath.2.57c.

German (Pape)

[Seite 841] ες, harzähnlich, harzig; Hippocr.; Ath. II, 57 c.

Greek (Liddell-Scott)

ῥητῑνώδης: -ες, ὅμοιος ῥητίνῃ, περιέχων ῥητίνην ἢ πλήρης ῥητίνης, Ἱππ. Μοχλ. 858, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 57C.

Greek Monolingual

-ες / ῥητινώδης, -ῶδες, ΝΑ ῥητίνη
1. όμοιος με ρητίνη
2. αυτός που περιέχει ρητίνη, ρητινούχος.