μεγακυδής: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
(6_7)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰκῡδής''': -ές, [[μεγάλως]] δεδοξασμένος, [[ἔνδοξος]], Ἑλλ. Ἐπιγρ. 152, 3., 272, 11, κ. ἀλλ.
|lstext='''μεγᾰκῡδής''': -ές, [[μεγάλως]] δεδοξασμένος, [[ἔνδοξος]], Ἑλλ. Ἐπιγρ. 152, 3., 272, 11, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγακυδής]], -ές (Α)<br />πολύ δοξασμένος, [[ένδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κυδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῦδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερι</i>-<i>κυδής</i>, <i>φερε</i>-<i>κυδής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰκῡδής Medium diacritics: μεγακυδής Low diacritics: μεγακυδής Capitals: ΜΕΓΑΚΥΔΗΣ
Transliteration A: megakydḗs Transliteration B: megakydēs Transliteration C: megakydis Beta Code: megakudh/s

English (LSJ)

ές,

   A much renowned, IG3.1335, 12(5).677 (Syros), Man.2.150.

German (Pape)

[Seite 104] ές, sehr ruhmvoll; ἀστοί, Ep. ad. 120 (App. 328); ἄνδρες, Man. 2, 150.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰκῡδής: -ές, μεγάλως δεδοξασμένος, ἔνδοξος, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 152, 3., 272, 11, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

μεγακυδής, -ές (Α)
πολύ δοξασμένος, ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -κυδής (< κῦδος), πρβλ. ερι-κυδής, φερε-κυδής].